Ο Ανδρέας Βγενόπουλος είναι ένας πολύ καλός και σοβαρός επιχειρηματίας, κάτι που φαίνεται από το εύρος, την εξέλιξη και τα αποτελέσματα της δραστηριοποίησης του. Αυτό βέβαια δεν του δίνει κανένα δικαίωμα να συμπεριφέρεται ως ο κριτής των πάντων, από την ώρα μάλιστα που ο ίδιος ομολογεί ως μέρος των λόγων που τον οδήγησαν να αποχωρήσει, το ότι δεν του προσφέρθηκαν παρεκκλίσεις και δεν του έγιναν χατίρια. Διότι του πάει μεν το καπέλο του αποτελεσματικού, επιθετικού και με ισχυρά αντανακλαστικά οικονομικού παράγοντα, αλλά σε ένα άνθρωπο με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ταιριάζει η συμπεριφορά ούτε του καουμπόη, ούτε του δήθεν Ρομπέν των δασών.
Για τέσσερις με πέντε μέρες όλοι έψαχναν ποιος φταίει που έφυγε η Λαϊκή |
Σκοπός μου δεν είναι η καταγραφή του ψυχογραφήματος του κ. Βγενόπουλου ούτε και κανενός άλλου επιχειρηματία. Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει ένα άλλο χάρισμα που ξεδίπλωσε αριστοτεχνικά ο συγκεκριμένος Ελλαδίτης. Αυτό της προπαγάνδας και της σωστής επικοινωνιακής στρατηγικής. Διότι στη συνέλευση της τράπεζας του, ο κ. Βγενόπουλος βρήκε τον τρόπο να μην χρειαστεί να αναλύσει τις συνέπειες της απόφασης του να μετακινήσει την έδρα της τράπεζας και να μην μπει στη βάσανο να πείσει τους μετόχους για την ορθότητα της ενέργειας αυτής. Ο τρόπος αυτός, δεν ήταν άλλος από το να μας αραδιάσει σαν χείμαρρος όλες τις παθογένειες του κράτους μας. Να μας ρίξει στα μούτρα όλες τις αλήθειες για ένα σύστημα που όλο λέει ότι θέλει τον εκσυγχρονισμό, την διαφάνεια και την πρόοδο, αλλά από την άλλη κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να μην αλλάξει τίποτα και για να μείνουν όλοι βολεμένοι σε μια εικονική παρελθοντική πραγματικότητα. Και οι αλήθειες του Βγενόπουλου πόνεσαν πολύ τους πάντες.
Για τέσσερις με πέντε μέρες, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους βουλευτές, τα ΜΜΕ, μέχρι και την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, όλοι έψαχναν να βρουν σε ποιον παραδίπλα θα ρίξουν τις ευθύνες για την φυγή της Λαϊκής. Και αφού πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα, αποφάσισε το σύστημα ότι πρέπει να στηρίξει την συνέχιση του, του θεσμούς του, την ακεραιότητα που του απέμεινε, τους λίγους αξιοκρατικούς κανόνες που συνεχίζουν να ισχύουν. Η κυβέρνηση σε στυλ ισπανικής υποχώρησης μετά το “όχι και αυτό επάνω μου” του κ. Χριστόφια, αποφάσισε και πάλιν εκ των υστέρων να εξάρει το πλεονέκτημα της λειτουργίας με βάση σταθερούς κανόνες, κάτι που θα μπορούσε να αναδείξει από την πρώτη στιγμή. Η βουλή συνεδρίασε ψελλίζοντας και αυτή κάποια ανάλογα μηνύματα. Κανένας όμως δεν τόλμησε να ασχοληθεί με την ουσία. Που δεν είναι άλλη από την ανάγκη το κράτος μας να εκσυγχρονιστεί. Να αποκτήσει τις δομές εκείνες που θα προσελκύουν πραγματικές ξένες επενδύσεις και όχι μόνο ταμπέλες και τραπεζικούς λογαριασμούς από το Ρωσικό υπερπέραν. Να λειτουργεί με διαφάνεια και όχι κατά το δοκούν όπως συνέβη με το νερό και με το Κατάρ. Να δίνει στους πολίτες του την αυτοπεποίθηση που θα έπρεπε να έχουν, αν ένοιωθαν ότι ζουν σε ένα κράτος ισονομίας και ισοπολιτείας. Να δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης και υποβοήθησης της ατομικής και συλλογικής επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Αντί των λύσεων λοιπόν, διαλέξαμε και πάλι την παλιά συνταγή της υποκρισίας. Αυτήν που θέλει τα λεφτά των ξένων, νοουμένου ότι δεν τους βλέπει μπροστά της. Αυτήν που θέλει αξιοκρατία μόνο για τους δίπλα και αποκλειστικά για την επόμενη Κυβέρνηση. Αυτήν που θέλει τις δουλείες να “κλείνουν” μόνο για τους εκάστοτε ημετέρους. Και αυτήν που θέλει το ξεβόλεμα και την πρόκληση να αφορά μόνο τους συναδέλφους και όχι εμάς.
Θυμάμαι πριν από ένα χρόνο, όταν ο Ιωάννης Κασουλίδης ξεδίπλωνε εβδομάδα με εβδομάδα το πρόγραμμα του για αλλαγή και εκσυγχρονισμό των δομών του κράτους, στην αρχή όλοι τον έβλεπαν ως εξωγήινο. Στην συνέχεια έτρεξαν και οι υπόλοιποι υποψήφιοι να παρουσιάσουν κάτι για να υπάρχει. Στο τέλος ακούσαμε το κορυφαίο, ότι δηλαδή ο Κασουλίδης ήταν πολύ μπροστά για πρόεδρος της Κύπρου. Όλα αυτά προκειμένου να αποφευχθεί η ουσιαστική συζήτηση για την ανάγκη να αποκτήσουμε ένα πραγματικά σύγχρονο κράτος.
Ο Ρόμπερτ Κένεντι είπε κάποτε ότι η πρόοδος είναι πολύ ελκυστική έννοια. Η πρόοδος όμως δημιουργείται από την αλλαγή διαπίστωσε. Και η αλλαγή έχει πολλούς εχθρούς, κατέληξε πολύ εύστοχα.