«Οι εκλογές σύντομα θα είναι παρελθόν και μετά από αυτές θα πρέπει ο καθένας να μπορεί να κοιτάζει τον άλλο στα μάτια. Πρέπει να μετρούμε τι αφήνουμε πίσω μας…». Σε αυτές τις φράσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, τις οποίες επικύρωσε με αντίστοιχες δηλώσεις και ο Πρόεδρος, συνοψίζεται η αγωνία, η απόγνωση, τα αδιέξοδα, αλλά και το κλίμα ανταλλαγής απειλών που διέπει τις σχέσεις του σημερινού κυβερνητικού σχήματος. Σχέσεων που στο σύνολό τους εκπέμπουν τη μεγαλύτερη δυνατή αναξιοπιστία και μάλλον θυμίζουν διαλυμένη διαδήλωση, παρά κυβερνητική συνεργασία.
Είναι φανερό ότι κυβέρνηση και ΑΚΕΛ επιδιώκουν να υπενθυμίσουν στους συνεταίρους τους ότι μετά τις 6 Ιουνίου θα συνεχίσει το κράτος να υφίσταται. Έτσι, πέρα από το Κυπριακό, την παιδεία και τις κοινωνικές ασφαλίσεις, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν διορισμοί στα συμβούλια των ημικρατικών οργανισμών, στις επιτροπές της Δημόσιας και της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και οι γνωστές έκτακτες και μόνιμες προσλήψεις και προαγωγές. Ασφαλώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν Υπουργεία και υπουργοί, όπως και θα έχουμε σε δύο χρόνια βουλευτικές και εκλογή νέου προέδρου της Βουλής. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε και την ανάγκη που ομολογεί η πρώτη στην ιστορία κυβέρνηση του ΑΚΕΛ να έχει συνεργάτες, μιας και αναγνωρίζει ότι την ώρα που δυσκολεύεται να κυβερνήσει με αυτούς, θα της είναι σχεδόν αδύνατον να κυβερνήσει εν τη απουσία τους.
Εξετάζοντας το θέμα από την ημέρα της σύστασης αυτής της κυβέρνησης, μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι τόσο ο πρόεδρος Χριστόφιας, όσο και οι δύο πρόεδροι του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ, βολεύτηκαν στην επιλογή στελεχών από τα δύο συνεργαζόμενα κόμματα, τα οποία να διαθέτουν χαμηλό πολιτικό προφίλ. Αυτό, προκειμένου να μην μπορούν να αξιοποιήσουν τη θέση τους για τη δημιουργία εκτεταμένων πελατειακών σχέσεων και ως εκ τούτου να μην προκύπτουν σοβαρά προσωπικά και κομματικά οφέλη. Αυτό βόλευε τον Δημήτρη Χριστόφια που ήθελε ουσιαστικά να κυβερνά ανεπηρέαστος από τις επί μέρους πολιτικές του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ, αλλά και να μην δώσει περιθώρια ενδυνάμωσης των κομμάτων αυτών εις βάρος του ΑΚΕΛ. Από την άλλη, η συγκεκριμένη εξίσωση βόλευε και τη σκέψη των κυρίων Ομήρου και Καρογιάν, οι οποίοι εν τη αδυναμία τους δεν ήθελαν να δώσουν εξουσίες σε άλλα στελέχη των κομμάτων τους. Το πρόβλημα προέκυψε όταν αυτά τα «άλλα» κομματικά στελέχη, αντί να παγιδευθούν, επέλεξαν να αντιδρούν με καλή μάλιστα αφορμή (το Κυπριακό), φέρνοντας το κυβερνητικό σχήμα στη σημερινή άθλια εικόνα.
Ο κ. Ομήρου γνωρίζει ότι με το καλό επιχείρημα της ανάγκης να αποκτήσει η ΕΔΕΚ έδρα στο Ευρωκοινοβούλιο, ο κυριότερος χώρος αλίευσης ψηφοφόρων είναι αυτός του ΑΚΕΛ. Γι’ αυτό και κατάφερε να καθυποτάξει τις όποιες αντιδραστικές φωνές στο κόμμα του, το οποίο παρουσιάζεται σήμερα έτοιμο και με ένα αξιοπρεπέστατο ψηφοδέλτιο να εξασφαλίσει καλό εκλογικό ποσοστό. Η ανάγκη του κ. Ομήρου να έχει στο πλευρό του τον κ. Λυσσαρίδη, για να υπογραμμίζονται οι εσωκομματικές ισορροπίες, έχει γίνει τόσο ρουτίνα, όσο και οι καθημερινές δηλώσεις του για την ανάγκη οι ξένοι να πιέσουν την Τουρκία… Για την επόμενη μέρα η ΕΔΕΚ δεν βιάζεται, από την ώρα μάλιστα που είναι το ΔΗΚΟ αυτό που θορυβεί, είναι αυτό που θέτει τη συμμετοχή στα καλά της εξουσίας εν αμφιβόλω και αυτό που θέλει να βάλει το σοσιαλιστικό γαρύφαλλο στο πέτο.
Το μεγάλο ερωτηματικό της συγκυβέρνησης είναι ακριβώς στους νεοφανείς σοσιαλδημοκράτες του ΔΗΚΟ, το οποίο αντιμετωπίζει εμφανώς πρόβλημα ταυτότητας, αλλά και ηγεσίας. Ο κ. Κάρογιαν δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα ως πρόεδρος να οδηγήσει το κόμμα του σε μια δική του πολιτική, ιδεολογική ή στρατηγική κατεύθυνση. Αντιθέτως, δείχνει μονίμως να σύρεται από ισορροπίες που άλλοι διαμορφώνουν γι’ αυτόν. Παίζει ρέστα σήμερα ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ, στην προσπάθειά του να ηγηθεί μιας σκληρής πολιτικής, την οποία απέτυχε να αδειάσει στο πρόσφατο κομματικό συνέδριο. Το εσωκομματικό πρόβλημα έχει γίνει τόσο μεγάλο, που αναγκάστηκαν όλοι οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές του κόμματος να τύχουν στήριξης από τα ίδια τέσσερα κομματικά στελέχη, αγνοώντας εξ ολοκλήρου την κοινωνία. Η πολιτική στρατηγική με ορίζοντα είκοσι μόλις ημερών έφτασε στο σημείο να αγωνίζεται με μανία να προσδώσει σε ένα κεντροδεξιό κόμμα του Μακαρίου, του Σπύρου Κυπριανού και του Τάσσου Παπαδόπουλου αριστερό σοσιαλδημοκρατικό προσωπείο.
Λέγεται ότι ο βασιλιάς των Χαζάρων είχε κληθεί να αποφασίσει αν ο λαός του θα ασπαστεί: α) Τον μωαμεθανισμό, β) τον χριστιανισμό, γ) τη θρησκεία των Εβραίων. Θυμίζω ότι οι Χαζάροι εξαφανίστηκαν.