Το πρώτο άρθρο σε αυτή τη στήλη, πριν από 15 μήνες (2/11/2008), είχε τίτλο “Οι δύο βάρκες και η μέγκενη”. Στόχος τότε ήταν να καταδειχθεί το αδιέξοδο της πολιτικής του Προέδρου Χριστόφια, ο οποίος στην προσπάθεια του να σχοινοβατίσει μεταξύ των δύο τάσεων Κυπριακού χωρίς να έχει απώλειες, θα βρισκόταν στην μέγκενη των εξελίξεων.
Γράφαμε τότε ότι: “Οι προσδοκίες και των δύο τάσεων σιγά σιγά διαψεύδονται. Ο πρόεδρος δεν κατάφερε να εκφράσει κανένα. Όχι επειδή δημιούργησε την δική του σχολή (όπως θα έπρεπε), αλλά επειδή επιχειρεί απεγνωσμένα και ανεπιτυχώς να ακροβατίσει μεταξύ ζητουμένων που οι δύο πλευρές του επιβάλλουν. Έτσι σήμερα, μαζί με την ελπίδα πολλών ότι ο Χριστόφιας είναι αποφασισμένος να προχωρήσει σε λύση ανεξαρτήτως πολιτικού και κομματικού κόστους, αλλά και το άλλοθι των ηγεσιών του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ ότι θα συμμετέχουν και θα επηρεάζουν τον πρόεδρο, καταρρέει και η αφελής θεωρία της “συντροφικότητας” με τον Ταλάτ, αφήνοντας ολόκληρο το σύστημα μετέωρο και πληγωμένο.”
Πιστεύω ότι η πιο πάνω παράγραφος προέβλεψε το σήμερα. Τη λανθασμένη δηλαδή τακτική του επιθυμώ να “παίξω στα σίγουρα” που επέλεξε ο Πρόεδρος, η οποία από οδηγό, τον κατέστησε ουραγό των εξελίξεων. Και εξηγούμε:
Κανείς παίκτης δεν κέρδισε ποτέ πουθενά παίζοντας στα “σίγουρα”
|
Ο Δημήτρης Χριστόφιας με την εκλογή του δημιούργησε κινητικότητα στο Κυπριακό, κάτι που του έδωσε αξιοσημείωτο πεδίο κινήσεων τον πρώτο καιρό. Του αφέθηκε μάλιστα η πρωτοβουλία να βάλει από μόνος του σχεδόν τους όρους και τις διαδικασίες του νέου γύρου συνομιλιών. Για να επιλέξει ο ίδιος μια μακρά διαδικασία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη σχεδόν καθόλου τα ορόσημα που υπήρχαν μπροστά, ούτε και το ενδεχόμενο να μην έχει μόνιμα το πάνω χέρι αυτός που θεωρούσε φίλο, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Προσπάθησε ο κ. Χριστόφιας με αυτό το τρόπο, να χειριστεί τόσο το δύσκολο εσωτερικό μέτωπο, που προσπαθούσε να “μανιπιουλάρει” με διφορούμενες ενέργειες διεσπαρμένες στο χρόνο, όσο και το διεθνές σκηνικό με τη θεωρία της λύσης από τους Κυπρίους αποκλειστικά.
Και τα δύο παιγνίδια “σιγουριάς” του Προέδρου κατέρρευσαν. Και αυτό έγινε όχι μόνο διότι εφ’ όλης της ύλης στηρίζονταν σε λάθος δεδομένα, αλλά κυρίως, επειδή ο ίδιος προσπαθούσε να κρύψει πίσω από την τακτική του την ανασφάλεια του. Στο εσωτερικό αφενός, ότι δεν μπορεί να νοιώθει μακρυά το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ, ούτε και αντέχει να έχει ως στενό συνομιλητή τον ΔΗΣΥ. Στο Κυπριακό αφετέρου, φάνηκε από την αρχή τόσο στην Κύπρο όσο και διεθνώς, ότι έκτισε μια στρατηγική απόλυτα εξαρτημένη από την παρουσία και τη “συντροφικότητα” του κ. Ταλάτ.
Δυστυχώς για τον Δημήτρη Χριστόφια, ούτε το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ του έκαναν μέχρι σήμερα το χατίρι να τον αφήσουν ήρεμο να διαχειριστεί όπως ήθελε τα θέματα έστω και για λίγο. Πολύ χειρότερα δε, όλη του η επένδυση στον κ. Ταλάτ κινδυνεύει με την απόλυτη κατάρρευση. Γιατί, για το χατίρι του “συντρόφου” του, ο Πρόεδρος έκανε παραχωρήσεις (εκ περιτροπής προεδρία και έποικοι), άφησε πίσω όλα τα κεφάλαια που η πλευρά μας έχει αυξημένες απαιτήσεις, εκτέθηκε απίστευτα διεθνώς και δημιούργησε προσδοκίες που τις πλείστες φορές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Και να έλεγε κανείς ότι ο κ. Ταλάτ ανταποκρίθηκε σε όλες αυτές τις φιλοφρονήσεις, θα φαινόταν γελοίος…
Ουδείς μπορεί να αμφισβητεί τη χρησιμότητα της παρουσίας Ταλάτ για τη λύση του Κυπριακού, ειδικά αν τη βάλει σε αντιδιαστολή με την θεωρούμενη ως επικρατέστερη σήμερα άνοδο του κ. Έρογλου. Το απίστευτο μειονέκτημα όμως της της απόλυτα βασισμένης στην παρουσία Ταλάτ στρατηγικής του Προέδρου, είναι ότι έκανε δικό του ένα πρόβλημα που έπρεπε να είναι όλων των υπολοίπων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ελλοχεύει σήμερα ο κίνδυνος να παραχωρήσει ο κ. Χριστόφιας ακόμη περισσότερα πράγματα χωρίς ανταλλάγματα, προκειμένου να βοηθήσει τον απελπισμένο φίλο του, και τελικά να μείνει εντελώς μετέωρος.
Δυστυχώς για όλους μας, κανείς παίκτης δεν κέρδισε ποτέ πουθενά όταν επιχείρησε να παίξει στα “σίγουρα”. Έτσι και ο δικός μας Πρόεδρος. Που από μόνος του τα κατάφερε να μεταβεί από τη “σιγουριά” του ανασφαλούς, στο ρίσκο του μεγαλύτερου τζογαδόρου.