Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ δίνουν σε όλο τον κόσμο κάθε φορά σύγχρονα πρότυπα πολιτικής, επικοινωνίας, διαφήμισης, στρατηγικής και οργάνωσης. Και στο ερώτημα αν αυτές οι εκλογές ήταν χρήσιμες, η απάντηση είναι απόλυτα θετική. Με τη μόνη διαφορά ότι τα στοιχεία που μας κληροδοτούν είναι πολύ περισσότερο παραδείγματα προς αποφυγή παρά προς μίμηση. Ο Μπαράκ Ομπάμα κέρδισε τελικά ασθμαίνοντας και με εξαιρετικά ισχνή διαφορά την αναμέτρηση, πολύ περισσότερο γιατί οι Αμερικανοί πολίτες τον φοβούνταν λιγότερο από τον Μιτ Ρόμνεϊ παρά διότι πίστευαν σε αυτόν.
Πολιτικά, ο Ομπάμα είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια της τετραετίας του απέτυχε να μετουσιώσει σε πράξη το όραμα της αλλαγής που τόσο αριστοτεχνικά καλλιέργησε πριν την πρώτη εκλογή του. Είναι ελάχιστες οι φορές στην πολιτική ιστορία του κόσμου, όπου ηγέτης λαμβάνει ξεκάθαρη λαϊκή εντολή να αλλάξει ριζικά τα πράγματα. Και πιο σπάνιες ακόμη είναι οι περιπτώσεις που ο έχων την εντολή επιτυγχάνει να την ικανοποιήσει.
Συνήθως, ειρηνική κοινωνική επανάσταση χάνεται στα πλοκάμια της μικροπολιτικής και της γραφειοκρατίας. Επιχειρώντας λοιπόν για τέσσερα χρόνια ο Αμερικανός πρόεδρος να ισορροπήσει μεταξύ των γερουσιαστών και των βουλευτών, ξέχασε τους πολίτες που τον εξέλεξαν και αποτελούσαν την πραγματική του πηγή πολιτικής ισχύος. Τα αργά βήματα και οι συνεχείς υποχωρήσεις δεν άφηναν ευχαριστημένο κανένα. Ούτε τους δικούς του, ούτε τους αντιπάλους. Μπήκε στη νέα αναμέτρηση χωρίς ενθουσιασμό, νερόβραστος, αλλά και με την κάλπικη βεβαιότητα ότι ο κόσμος δεν θα επέλεγε το ρίσκο του Μιτ Ρόμνεϊ.
Στην ιστορία μένουν οι ηγέτες που τολμούν και όχι αυτοί που φοβούνται τη σκιά τους |
Οι Ρεπουμπλικάνοι από την άλλη επέλεξαν υποψήφιο με σωστά κριτήρια. Είχε το τεκμήριο της σύνθεσης, όντας κυβερνήτης σε μια δημοκρατική πολιτεία, δεν είχε την ακραία εικόνα που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια το κόμμα του, ειδικά μετά την άνθηση του ακραίου Tea Party. Από την άλλη όμως, ο κ. Ρόμνεϊ, που υπηρέτησε με αξιοθαύμαστο τρόπο την ανάγκη να αποδείξει ότι έχει το “μέταλλο” να ηγηθεί, απέτυχε οικτρά σε δύο κορυφαία ζητήματα.
Οι συνεχείς εναλλαγές θέσεων διαμετρικά αντίθετων δημιούργησαν τεράστιο ζήτημα αξιοπιστίας. Η δε ανάγκη να αποδεικνύει καθημερινά ότι είναι αρκετά Ρεπουμπλικάνος έκανε το χάσμα μεταξύ του και των διαφόρων μειονοτήτων και πιο ελεύθερα σκεπτόμενων τεράστιο. Δεν επιτρέπεται στην Αμερική του 2012 να αφήνεις χωρίς καταδίκη απόψεις περί δώρων του Θεού, άμα πρόκειται για κύηση που αποτελεί προϊόν βιασμού. Κουβέντες δε για ένα 47% των πολιτών που δεν σε ενδιαφέρουν, δεν τις λες ούτε στο κρεβάτι με τη γυναίκα σου.
Ο Μιτ Ρόμνεϊ έκανε ασφαλώς την καλύτερη καμπάνια από τους δύο. Ξεκίνησε από τη θέση του χαμένου αουτσάιντερ και έφτασε να διεκδικεί την προεδρία ψήφο με ψήφο. Έφερε το επικοινωνιακό παιγνίδι εκεί όπου οι Ρεπουμπλικάνοι μπορούν καλύτερα. Στο να καταστρέψουν τον αντίπαλο, μέσα από ένα απίστευτο ρεσιτάλ προπαγάνδας. Παιγνίδι που ενστερνίστηκε απολύτως ο Ομπάμα για να κρύψει τις πολιτικές του αδυναμίες. Είχαμε την προεκλογική εκστρατεία με το μεγαλύτερο ποσοστό αρνητικής διαφήμισης, εφόσον 86% εκείνων του Ομπάμα και 79% εκείνων του Ρόμνεϊ ήταν αρνητικές για τον αντίπαλο. Και ασφαλώς ήταν το πρώτο debate. Με τον αέρα του φαβορί και την ασφάλεια των δημοσκοπήσεων, ο Ομπάμα πήγε με τη στρατηγική του “ώριμου φρούτου” να την βγάλει “καθαρή”, αυτοακυρώνοντας τις αρετές του. Αντιθέτως ο Ρόμνεϊ άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά, πείθοντας ότι μπορεί να είναι πρόεδρος.
Οι αιτίες που ο Ομπάμα κέρδισε τις εκλογές είναι βασικά τέσσερεις. Αρχικά, η αδυναμία Ρόμνεϊ να ξεπεράσει τα σκληρά ρεπουμπλικάνικα “δεσμά” προκαλώντας φόβο σε μεγάλες ομάδες πολιτών. Μετά ήταν η οργανωτική δεινότητα του επιτελείου Ομπάμα ειδικά στις αστικές περιοχές να διασφαλίσει τη συμμετοχή. Ο τρίτος ήταν ασφαλώς η διαχείριση του τυφώνα “Σάντι”. Ο κύριος όμως λόγος δεν ήταν ο Ομπάμα, αλλά ο Μπιλ Κλίντον.
Διότι το δίλημμα των εκλογών τελικά ήταν: “Τι θέλετε; Πολιτικές Μπους ή πολιτικές Κλίντον;”. Οι παρεμβάσεις Κλίντον ήταν η αιχμή του δόρατος, ενώ ο ίδιος υπέγραφε πληθώρα ηλεκτρονικών μηνυμάτων της εκστρατείας. Αποδεικνύοντας ότι στην ιστορία μένουν οι ηγέτες που τολμούν και όχι αυτοί που φοβούνται τη σκιά τους.