Η πολιτική αξιοπιστία στον τόπο μας διανύει την χειρότερή της περίοδο. Αυτό το νοιώθουμε όλοι στην καθημερινότητά μας και το καταγράφουν επιστημονικά σειρά δημοσκοπήσεων. Αυτό, το βλέπουμε ακόμη στα κοινωνικά δίκτυα όπου «εξαγριωμένοι» πολίτες, μη έχοντας άλλο τρόπο να εκφράσουν την αγανάκτησή τους, δεν χάνουν ευκαιρία από το να επιτίθενται και κάποιες φορές να βρίζουν τυφλά πολιτικές αναρτήσεις, ακόμη και αν είναι άσχετες με αυτό που θέλουν να εκφράσουν.
Αυτή τη στιγμή, προτεραιότητα του οποιουδήποτε πολιτικού αγαπά πραγματικά τον τόπο του θα έπρεπε να είναι να σπάσει το διαζύγιο μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Δεν μπορεί κανένας τόπος να λειτουργήσει χωρίς ηγεσία και – ακόμη πιο κρίσιμο – δεν μπορεί κανείς τόπος να πάει μπροστά με μία εντελώς απαξιωμένη ηγεσία.
Η Κύπρος πέρασε πολύ δύσκολα τα τελευταία χρόνια. Λανθασμένες επιλογές, η έγνοια για να μείνουν ανέγγιχτα τα «κεκτημένα», ολιγωρίες και ιδεολογικές αγκυλώσεις μας άφησαν πίσω. Η νοοτροπία της «αρπακτής» που επικράτησε από το κράτος, τις τράπεζες και ένα σωρό άλλους, μας οδήγησαν στο φάσμα της χρεοκοπίας.
Δικαίως, οι πολίτες ανέμεναν από την πολιτική ηγεσία να αναλάβει το βάρος της ευθύνης στους ώμους της. Κάθε Κύπριος έχει υποστεί τεράστιες θυσίες στην προσπάθεια η Κύπρος να σταθεί όρθια. Τεράστιο βάρος έχει αναλάβει η ίδια η κυβέρνηση και είναι και αυτή όρθια. Κανείς δεν μπορεί ακόμη να ακυρώσει το ότι από την απερχόμενη βουλή έχουν περάσει – έστω και με παλινωδίες – όλα τα μνημονιακά νομοσχέδια.
Ο Μαρίνος Σιζόπουλος επιχείρησε την θανάσιμη βολή στην Εθνική συνεννόηση και την πολιτική την ίδια |
Το πρόβλημα όμως είναι εκεί και παραμένει μεγάλο. Ο κόσμος δεν αισθάνεται εμπιστοσύνη και αξιοπιστία απέναντι στους πολιτικούς. Και, δυστυχώς, υπάρχουν πολιτικοί που κάνουν ότι μπορούν για να εδραιωθεί η ανασφάλεια και η αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα είναι παντελώς ανεπαρκές να χειριστεί τις τύχες της χώρας. Υπάρχουν τέτοιοι και από τον δικό μου πολιτικό χώρο, να είμαστε ξεκάθαροι μεταξύ μας.
Η ενέργεια ωστόσο του προέδρου της ΕΔΕΚ Μαρίνου Σιζόπουλου να αναγνώσει δημοσίως απόρρητα πρακτικά του Εθνικού Συμβουλίου έχει ξεπεράσει κάθε εσκαμμένο. Δεν είναι το περιεχόμενο, ούτε και η επιλεκτική αναφορά σε παραμέτρους του Κυπριακού. Είναι η ίδια η πράξη. Είναι η επιχείρηση να «δολοφονηθεί» κάθε δυνατότητα εθνικής συνεννόησης. Είναι ο ενταφιασμός κάθε ελπίδας των πολιτών ότι – έστω σε κορυφαία εθνικά ζητήματα – θα μπορούσε να υπάρχει ενός είδους ελεύθερης επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων των πολιτικών του αρχηγών.
Ο κύκλος της λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου όπως τον ξέραμε, πανηγυρικά έχει κλείσει. Κανένας πολιτικός αρχηγός δεν θα μπορεί να τοποθετηθεί πλέον χωρίς να επικρέμαται από πάνω του η δαμόκλειος σπάθη της έκθεσης από κάποιον άλλο σύμβουλο. Ο ίδιος ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ασφαλώς και δεν θα αισθάνεται καμία εμπιστοσύνη να ενημερώσει την πολιτική ηγεσία στην ολότητά της για τις εξελίξεις.
Το εθνικό συμβούλιο, και επισήμως πια, δεν αποτελεί συμβουλευτικό σώμα στον πρόεδρο, σκοπό για τον οποίο είχε δημιουργηθεί. Ξέπεσε στο επίπεδο του οχήματος μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και πολιτικών παιγνίων, όπου απεγνωσμένοι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπορούν να τηρήσουν ούτε καν τα προσχήματα και μετατρέπουν εαυτούς σε καουμπόηδες της ανευθυνότητας. Αυτό ακριβώς κατέστη και ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ, θέτοντας ουσιαστικά τόσο τον εαυτό του όσο και το ιστορικό του κόμμα εκτός κάθε δυνατότητας σοβαρής επικοινωνίας.
Οι πολίτες αυτού του τόπου έχουν δει τους πολιτικούς τους να καταψηφίζουν το πρώτο κούρεμα επειδή – αν είναι δυνατόν – ανέμεναν από το «ξανθό γένος» ότι θα ερχόταν να μας σώσει επιτιθέμενο στην Ευρώπη. Οι ίδιοι πολίτες, έχουν δει αυτό το πολιτικό σύστημα να είναι έτοιμο να δώσει γη και ύδωρ στον κ. Βγενόπουλο υπό την απειλή ότι θα έφευγε την έδρα της Λαϊκής από την Κύπρο. Ευτυχώς είχαν απομείνει λίγοι σοβαροί που δεν το επέτρεψαν.
Σήμερα, βλέπουμε ένα πολιτικό αρχηγό να ανεβαίνει και να χορεύει ανέμελος πάνω στην «Αγία Τράπεζα» του εθνικού συμβουλίου. Χωρίς να αισθάνεται καμία ντροπή που στην προσπάθεια του να διασωθεί πολιτικά, επιχείρησε την θανάσιμη βολή στην Εθνική συνεννόηση και την πολιτική την ίδια.
Είναι αλήθεια, έχουμε πολιτικούς κατώτερους των περιστάσεων. Και ήρθε η ώρα να αποφασίσουμε: θα τους αλλάξουμε ή θα βολευτούμε με αυτούς;