Κόπωση και Κυπριακό

Στην εισβολή, το 1974, ήμουν 2 μόλις ετών και ασφαλώς λίγα πράγματα θυμάμαι. Αυτό που δεν μπορεί όμως να ξεχάσει κανείς από όσους γεννηθήκαμε από εκείνη την εποχή και μετά είναι ότι όλη η ζωή μας, η παιδεία μας, οι δραστηριότητές μας, η πολιτική ζωή του τόπου μας, η οικονομία, η δουλειά μας, οι παρέες και οι φίλοι μας, όλα μα όλα, κάποια άμεση ή έμμεση σχέση έχουν με το εθνικό πρόβλημα.

Σε όλη μας τη ζωή έρχονται νέες πρωτοβουλίες που κατά κάποιους θα λύσουν το πρόβλημα και κατ’ άλλους θα ξεπουλήσουν τον τόπο. Στο τέλος κάθε διαδικασίας και την ώρα της απόφασης του εκάστοτε νέου αδιεξόδου, πέραν των πολιτικών τοποθετήσεων, πρωταγωνιστούν πολλές φορές ο λαϊκισμός και άλλες σκοπιμότητες. Με λίγα λόγια, το Κυπριακό, για εμάς τους νεότερους, είναι όπως ήταν παλαιότερα τα Windows. Όλο έβγαιναν νέες εκδόσεις («πάτσιες» πάνω στις προηγούμενες) που διαφήμιζαν ότι έλυσαν τα προβλήματα και όλο και περισσότερο ή ιό θα έπιαναν ή θα κολλούσαν (crash-αραν). Από την άλλη, όμως, κανένας μας δεν μπορούσε να ζει χωρίς αυτά.

Τα πιο πάνω δεν γράφονται για να υποβαθμίσουν το πρόβλημα. Κάθε άλλο. Σημειώνονται για να υπερτονίσουν ότι κανένας μας δεν μπορεί να ζει χωρίς πατρίδα. Και ασφαλώς το να ζει σε μισή πατρίδα είναι ημίμετρο, δεν είναι λύση που αντέχει στον χρόνο. Το ζητούμενο είναι ακριβώς ένα σταθερό λειτουργικό σύστημα για ολόκληρη την πατρίδα μας, που θα την ενώνει και δεν θα κολλά σε διαδικασίες που θα δημιουργούν δαιδαλώδη και δυσεπίλυτα αδιέξοδα. Και πάνω απ’ όλα, ένα σύστημα, την αξιοπιστία του οποίου θα αμφισβητεί η μικρότερη δυνατή μερίδα των πολιτών.


Το Κυπριακό είναι όπως ήταν τα Windows. Όλο έβγαιναν νέες εκδόσεις και όλο και περισσότερο crash-άραν…


Το θέμα λοιπόν που προκύπτει δεν είναι αυτή η επιδίωξη, που είναι κατ’ εξοχήν πατριωτική και αναντίρρητα αποτελεί πρώτη προτεραιότητα. Το δυστύχημα για την Κύπρο και για το εθνικό της πρόβλημα είναι ότι καταντά πολλές φορές το Κυπριακό το πέπλο κάτω από το οποίο κρύβονται ένα σωρό αδυναμίες και προβλήματα του κράτους και της καθημερινότητας των πολιτών.

Καθίσταται με αυτόν τον τρόπο το Κυπριακό η δικαιολογία, για να εξηγηθούν οι ελλείψεις της πολιτικής μας ζωής και η αστοχία στην αντιμετώπιση σύγχρονων ζητημάτων. Βολεύονται να εξαντλούνται μόνο στο Κυπριακό οι περισσότεροι πολιτικοί, ακόμη και οι πλείστοι δημοσιογράφοι. Πραγματοποιούνται μακρόσυρτες συζητήσεις, απλά για να διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας. Ο πολίτης νιώθει να παραμένει στο σκότος, σε ό,τι αφορά την πραγματική ουσία. Η Κύπρος παραμένει μια χώρα αβάστακτα μονοθεματική. Στο όνομα του Κυπριακού κτίζονται εργολαβικά πολιτικές καριέρες, που το μόνο που έχουν να προσφέρουν είναι λαϊκισμό, κινδυνολογία και εύηχα συνθήματα.

Όσο λοιπόν άνθρωποι με σύγχρονες αντιλήψεις αισθάνονται ότι η χώρα τους μένει πίσω εξαιτίας αυτής της αγκύλωσης, τόσο περισσότερο νιώθουν κουρασμένοι και απηυδισμένοι από το εθνικό πρόβλημα. Και όσο σήμερα τα προβλήματα της οικονομίας, της παιδείας, της υγείας, της ανεργίας, της μετανάστευσης, του περιβάλλοντος, των νέων τεχνολογιών, της έρευνας και της καινοτομίας και τόσα άλλα παραμένουν στην απ’ έξω, τόσο περισσότερο ο πολίτης απαξιώνει την πολιτική και εχθρεύεται τους πολιτικούς. Διεργασία που στο πρώτο που επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις είναι στο ίδιο το εθνικό θέμα.

Το χειρότερο, δε, είναι ότι αυτή η κόπωση δεν είναι φαινόμενο που παραμένει εντός Κύπρου. Το Κυπριακό έχει κουράσει και εκτός. Τον ΟΗΕ, την Ευρώπη, τους παράγοντες που μπορούν να παίξουν κάποιον σημαντικό ρόλο για να επιλυθεί. Που επίσης βλέπουν να καθηλώνονται, εξαιτίας του Κυπριακού, σημαντικά δικά τους ζητήματα.

Την ουσιαστική συζήτηση για το τι πραγματικά θέλουμε στο Κυπριακό είναι προφανές ότι δεν την έχουμε κάνει στ’ αλήθεια. Από τη στιγμή που εμείς δεν είμαστε σαφής, ούτε ο διεθνής παράγοντας μπορεί να είναι. Και από την ώρα που στην Κύπρο παρατηρείται κούραση, αυτή φυσιολογικά είναι πολύ μεγαλύτερη στο εξωτερικό. Στοιχεία που καταγράφονται με μεγάλη σαφήνεια στην τελευταία έκθεση του γ.γ. Όπως και με σαφήνεια εμφανίζονται νέα χρονοδιαγράμματα.

Αν θέλουμε λοιπόν να βοηθήσουμε τη χώρα μας, θα πρέπει να συζητήσουμε πραγματικά το εθνικό μας ζήτημα. Και αν θέλουμε από τους πολίτες να σέβονται το πολιτικό μας σύστημα, θα πρέπει αυτό να σέβεται εξίσου τα καθημερινά τους προβλήματα. Αλλιώς θα έχουμε αποτύχει και στα δύο.

Posted in Άρθρα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *