Επειδή τα καλά πρέπει να αναγνωρίζονται εκ του αποτελέσματος και ανεξάρτητα από τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό, η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ πιστώνεται πολύ θετικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κυρίως λόγω της αναφοράς της περί προθυμίας του Προέδρου για λύση που δεν βρίσκει ανταπόκριση από την άλλη πλευρά. Πρόθεση που κανείς μέχρι σήμερα δεν πίστωσε στον κ. Χριστόφια, παρά τις πολλές και σημαντικές υποχωρήσεις που έκανε χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς προσυνεννόηση και χωρίς διεθνή αναγνώριση.
Είναι αλήθεια ότι η προσεκτική ανάγνωση των δηλώσεων Μέρκελ, αλλά και οι δηλώσεις των εκπροσώπων της που ακολούθησαν χαλάρωσαν το έντονο κλίμα που δημιουργήθηκε την πρώτη μέρα. Και είναι γεγονός ότι η Γερμανίδα ηγέτιδα επέκρινε την ταχύτητα με την οποία προχωρούν οι συνομιλίες, αλλά και επεσήμανε το τεράστιο πρόβλημα που δημιουργείται μεταξύ Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Να προσπαθήσει όμως κάποιος να στηριχθεί σε αυτές τις δυο αναφορές, για να υποβαθμίσει το μήνυμα ότι η τουρκική πλευρά δεν ανταποκρίνεται σε δικές μας κινήσεις, αλλά και το ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί το πρωτόκολλο, για να συνεχίσει την ευρωπαϊκή της πορεία – όπως ξεκάθαρα επεσήμανε η κ. Μέρκελ – συνιστά χαιρεκακία, μισαλλοδοξία και ωχαδελφισμό. Σε τέτοιες μάλιστα περιπτώσεις δεν είθισται να στέκεται κάποιος ούτε και σε λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με ελλείμματα στο savoir vivre ή τη γενική παρουσία της δικής μας ηγεσίας σε κοινωνικό επίπεδο, που ασφαλώς είχε επαναλαμβανόμενα προβλήματα.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να θεωρήσει η κυβέρνηση ότι πήρε κάποιο πρωτάθλημα |
Το μεγάλο ζήτημα που προκύπτει σήμερα και μετά την επίσκεψη Μέρκελ είναι κατ’ αρχήν η αξιολόγηση των πραγματικών λόγων που οδήγησαν την καγκελάριο να στείλει τα μηνύματα που έστειλε. Ακόμη πιο σημαντικό ζητούμενο είναι, δε, η έγκαιρη αξιοποίηση του κλίματος που δημιουργήθηκε από τις δηλώσεις και την τουρκική αντίδραση, με τρόπο που να δημιουργηθούν πραγματικά θετικές εντυπώσεις διεθνώς για τη δική μας πλευρά. Κι αυτό διότι το να θεωρήσει η κυβέρνησή μας ότι με μια δήλωση αποφορτίστηκε η διεθνής πίεση προς εμάς και στράφηκε προς την Τουρκία, είναι μια παγίδα στην οποία ο κ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ είναι επιρρεπείς.
Η κ. Μέρκελ, με την παρουσία της στην Κύπρο, εξυπηρέτησε ένα σωρό σκοπιμότητες, τόσο της χώρας της όσο και της ίδιας. Πρώτα απ’ όλα, μας επισκέφθηκε στο πλαίσιο της ευρύτερης περιοδείας που πραγματοποιεί στην Ευρώπη, προκειμένου να ενδυναμώσει τον έντονα ηγετικό ρόλο που αποκτά στην Ένωση. Στην Κύπρο ήρθε κατ’ ευθείαν από τη Μάλτα. Τα σαφή, δε, μηνύματα προς την Τουρκία εξυπηρετούν μεγάλο φάσμα ζητουμένων. Εξυπηρετούν τις σχέσεις με την Κύπρο και με την Ελλάδα, όπου υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, την ώρα που απευθύνονται στην κοινή γνώμη της Ευρώπης ολόκληρης, όπου η αντίδραση στην τουρκική πιθανότητα ένταξης κτυπά κόκκινο κατά την κρίση.
Το αν η κ. Μέρκελ χρησιμοποίησε το Κυπριακό ως δικαιολογία για να στείλει μήνυμα στην Τουρκία ή αν μας αγαπά τόσο πολύ όσο φάνηκε, μικρή σημασία έχει. Όπως και το ότι κάτι πρέπει να έχουμε δώσει και εμείς στην ευρωπαϊκή ατμομηχανή, είτε στην οικονομία είτε στα αποθέματα υδρογονανθράκων είτε στα θέματα ΝΑΤΟ. Το θέμα είναι να μην πάει ακόμη μια ευκαιρία χαμένη και να μην καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε μια συγκυρία που μας βολεύει, για να αντιστρέψουμε το κακό για μας κλίμα στην Ευρώπη και διεθνώς.
Μια πρόκληση στην οποία ο Πρόεδρος πρέπει επιτέλους να ανταποκριθεί. Να αναλάβει τις διπλωματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αναδεικνύουν τη σημαντικότητα των δηλώσεων της καγκελαρίου, προκειμένου να προσχωρήσουν και άλλοι στις ίδιες απόψεις, με στόχο η Τουρκία να αισθανθεί πίεση. Να αξιοποιήσει ακόμη και την αντιπολίτευση που σαφώς έχει επίδραση σε αριθμό Ευρωπαίων ηγετών, όπως ξεκάθαρα διαφάνηκε.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να εξαντλήσει η κυβέρνηση τη χρησιμότητα των δηλώσεων Μέρκελ στο να τις χρησιμοποιεί για να «κατατροπώνει» – όπως νομίζει –τους εσωτερικούς της αντιπάλους, θεωρώντας ότι πήρε κάποιο πρωτάθλημα. Ικανοποιώντας προσωρινά τα συμπλέγματά της και χάνοντας ξανά το εθνικό παιχνίδι…