Ασφαλώς δεν είναι κυπριακό φαινόμενο η επιλογή του «κανενός» ως του καταλληλότερου να διαχειριστεί τα πράγματα, όπως καταγράφεται σε έρευνες κοινής γνώμης ή ακόμη και μέσω της αποχής σε εκλογές. Στις δυτικές δημοκρατίες παρατηρείται εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Φυσιολογική η συγκεκριμένη αντίδραση και στη χώρα μας, από την ώρα που η αστοχία στο Κυπριακό είναι συνεχής, ενώ ειδικότερα φέτος η αδυναμία στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης κατέδειξε πόσο επηρεάζει η πολιτική διεργασία την καθημερινότητα των πολιτών.
Φυσιολογική λοιπόν η αντίδραση. Είναι όμως και λογική; Αυτό το καίριο ερώτημα οφείλει ο κάθε πολίτης, αλλά και το σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα να το απαντήσουν, ιδιαίτερα τη στιγμή που παρατηρείται κλονισμός σε πάρα πολλά επίπεδα εξουσίας απ’ άκρη σε άκρη της γης.
Στις ΗΠΑ ο Πρόεδρος Ομπάμα δεν δείχνει να υπηρετεί με προσήλωση την αλλαγή πολιτικής που υποσχέθηκε, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να απογοητεύει τους υποστηρικτές του από τη μια, αλλά και να μην κατευνάζει τους αντιπάλους του από την άλλη. Στην Ευρώπη παρατηρείται και πάλι το κενό εξουσίας που προκύπτει από την ανυπαρξία εκλεγμένης ηγεσίας. Η ευρωπαϊκή οικονομία, το θεμέλιο πάνω στο οποίο κτίσθηκε ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κινδυνεύει, εφόσον ο κάθε ηγέτης απευθύνεται κύρια στον λαό στον οποίον λογοδοτεί (τους πολίτες της χώρας του δηλαδή) και όχι στο σύνολο των Ευρωπαίων.
Στοίχημα για πολιτικούς και πολίτες να αποτάξουν την πολιτική του manual |
Στις ευρωπαϊκές χώρες το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος περνά περίοδο μεγάλης αμφισβήτησης. Λανθασμένες αποφάσεις, κούφιες υποσχέσεις, αλλά και διαπλοκή και διαφθορά κυριαρχούν σε συζητήσεις, σε στιγμές κρίσιμης οικονομικής δυσπραγίας για πολίτες και κράτη, με τρόπο μάλιστα τόσο ισοπεδωτικό, που ο διάλογος μηδενίζει τους πάντες και τα πάντα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τη βιαιοπραγία κατά του Κωστή Χατζηδάκη στην Αθήνα, ενός πολιτικού που το όνομά του δεν συνδέθηκε με διαφθορά ή κακοδιαχείριση, βρέθηκαν μάλλον περισσότεροι να τη δικαιολογήσουν παρά να την καταδικάσουν.
Υπάρχει η θεωρία ότι το παγκόσμιο φαινόμενο της απογοήτευσης από την πολιτική δεν μπορεί να ανατραπεί, από την ώρα που το σύστημα εξουσίας πολιτικών, μέσων μαζικής ενημέρωσης και οικονομικών συμφερόντων δεν επιτρέπει την ανάπτυξη διαφορετικών πολιτικών φωνών. Αυτή είναι η δικαιολογία των πολιτών, όταν «ελέγχονται» για τις επιλογές της ψήφου τους.
Υπάρχει και η άλλη θεωρία, που λέει ότι την «αλλαγή» ως έννοια και θεωρία όλοι την ερωτεύονται, αλλά τη μισούν θανάσιμα, όταν γίνεται πράξη που τους αγγίζει. Αυτή είναι η δικαιολογία των πολιτικών, για να αιτιολογήσουν την ατολμία και την απραξία.
Προσωπικά δεν υιοθετώ καμία από τις δύο θεωρίες. Πολιτικοί και πολίτες είναι απολύτως συνυπεύθυνοι για τις επιλογές και τις πράξεις στη δημοκρατία. Θεωρώ μάλιστα ότι αυτή τη στιγμή, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο, βιώνουμε τα αποτελέσματα μιας μόδας που ήθελε τους πολιτικούς «συγυρισμένους» και «στρογγυλοποιημένους», όπως προστάζει το σύγχρονο επικοινωνιακό εγχειρίδιο (manual), αφήνοντας πολλές φορές εντελώς στο περιθώριο την πολιτική ουσία.
Έχουμε δηλαδή και στην πολιτική αυτό που συμβαίνει στα πλείστα επαγγέλματα. Μια βιομηχανία «κοπής» στελεχών πολύ παρόμοιων μεταξύ τους, που υπηρετούν ένα συγκεκριμένο μοντέλο εικόνας, που τις πλείστες φορές πρέπει να μην έχει γωνίες, να μην προκαλεί, να μην τοποθετείται, να μη συγκρούεται, να μην έχει το θάρρος της γνώμης.
Αποτέλεσμα; Όπως στην οικονομία βρεθήκαμε με αναρίθμητους οικονομολόγους που έλεγαν το ένα και το αυτό και φτάσαμε στην κρίση, έτσι και στην πολιτική αποκτήσαμε πολλούς να λένε ένα περίπου «τίποτα», προκειμένου να τα έχουν με όλους καλά. Και αυτοί είναι που απολαμβάνουν πολλές φορές την ψήφο των πολιτών. Με λίγα λόγια, ο ίδιος ο κόσμος ψηφίζει τον «κανέναν» και διαμαρτύρεται μετά, ζητώντας πάλι τον «κανέναν»!
Από την ώρα που η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που εξασφαλίζει τη συμμετοχή των πολιτών και τη νομιμοποίηση, η μπάλα της αλλαγής στον τρόπο άσκησης της εξουσίας ανήκει ισάξια σε πολίτες και πολιτικούς. Αυτό θα γίνει, αν και οι δύο πλευρές του δημόσιου βίου προσχωρήσουν στη λογική της πολιτικής με ουσία, αποκτήσουν το θάρρος της γνώμης τους, με πραγματική ηγεσία και νόημα. Πρώτη προϋπόθεση είναι οι πολίτες να επιβραβεύουν τη λογική αυτή.