Η πολιτική έχει διάφορες λειτουργίες. Και η αντιπαράθεση και ο λαϊκισμός και οι κορώνες και η υποστήριξη αρχών, αλλά και η διαμόρφωση και η κατάθεση προτάσεων είναι μέρος της πολιτικής διεργασίας. Πλείστα των πιο πάνω είναι θεμιτά, ενώ άλλα είναι ανεκτά στον βαθμό που δεν παραγίνονται. Αυτή είναι η δημοκρατία.
Μέρος όμως της πολιτικής διεργασίας είναι και η λήψη αποφάσεων που έχουν άμεσες επιπτώσεις στην πορεία της χώρας και στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Αυτό είναι κάτι που ναι μεν συνέβαινε πάντοτε, αλλά έγινε πολύ πιο κατανοητό σε ολόκληρη την κοινωνία τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την οικονομική κρίση. Ένα δεδομένο που απαντά στην απαξίωση της πολιτικής, εφόσον σήμερα όλοι αντιλαμβάνονται ότι την ηγεσία δεν την εκλέγουμε απλά και μόνο για να μπορούν ορισμένοι να «πλακώνονται» καλύτερα για το Κυπριακό. Ένα δεδομένο όμως που πρέπει να αντιληφθούν κυβέρνηση, κόμματα και κοινωνικοί εταίροι, αν θέλουν η απαξίωση να μη μετατραπεί σε έχθρα.
Σήμερα στην Κύπρο υπάρχουν αδιαμφισβήτητα δεδομένα που καθορίζουν την κατάσταση στην οικονομία.
Κατ’ αρχήν έχουμε επιτέλους την ομοφωνία όλων ανεξαιρέτως των παραγόντων για το γεγονός ότι υπάρχει πρόβλημα. Κάτι εξαιρετικά θετικό, εφόσον για δυόμισι χρόνια είχε επικρατήσει η άποψη του να κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί, μπας και ταΐσουμε την οικονομία με ψευδοψυχολογία.
Είμαστε η μόνη χώρα όπου η αντιπολίτευση ζητά μέτρα και η κυβέρνηση αρνείται |
Στην Κύπρο όλοι πλέον συμφωνούν ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα επιτέλους. Και εδώ είναι που σήμερα βρίσκεται μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Γιατί είμαστε η μόνη χώρα στην οποία ο δημόσιος διάλογος για οικονομικά μέτρα είναι ακριβώς αντίστροφος από εκείνον που γίνεται σε κάθε άλλο κράτος.
Έχουμε δηλαδή την κυβέρνηση να αντιστέκεται σε διαρθρωτικές αλλαγές που περιορίζουν την κρατική σπατάλη και διασώζουν ταμεία, όπως αυτά των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έχουμε την αντιπολίτευση να πιέζει, για να περιοριστεί το κράτος και να ληφθούν μέτρα που θα δυσκολέψουν ομάδες πολιτών.
Παγκοσμίως αυτό αποτελεί μοναδικό πολιτικό παραλογισμό. Είναι αλήθεια ότι όλες οι πλευρές έχουν δίκιο σε κάποιο σημείο. Κάθε πρόταση που γίνεται, όμως, έχει τη δική της βαρύτητα και τη δική της θέση στη λίστα προτεραιοτήτων. Η ΠΑΣΥΔΥ για, παράδειγμα, ορθώς ζητά να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή. ΚΕΒΕ και ΟΕΒ ορθώς επισημαίνουν ότι δεν μπορεί να φορολογηθεί περαιτέρω ο παραγωγικός τομέας της οικονομίας, μόνο και μόνο για να δοθούν αυξήσεις στο Δημόσιο σε περίοδο μεγάλης οικονομικής πίεσης.
Η κυβέρνηση ορθά επισημαίνει ότι πρέπει να απευθυνθεί και προς τους πιο εύρωστους οικονομικά. Και η αντιπολίτευση ασφαλώς έχει δίκιο να μην αποδέχεται τη λογική του να μην αντιμετωπίζεται το πρόβλημα στην έκτασή του, αλλά και να μην αγγίζεται καθόλου η αδηφάγα κρατική και ημικρατική μηχανή.
Σε αυτή την κατάσταση, που θυμίζει πύργο της Βαβέλ, οφείλει το πολιτικό και οικονομικό μας σύστημα να βάλει τα πράγματα κάτω και να δώσει ουσία στον ρόλο του ως μηχανισμός λήψης αποφάσεων. Να βάλει προτεραιότητες και να συμφωνήσει σε ένα πακέτο που θα είναι επωφελές για τον Κύπριο πολίτη μακροπρόθεσμα και όχι μέχρι τις επόμενες εκλογές.
Οι προτεραιότητες είναι εκεί και είναι μπροστά μας, όπως και οι ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν στην κρίση, εφόσον ποτέ άλλοτε δεν μπορούσαν να είναι τόσο αποδεκτές ριζικές αλλαγές στην οργάνωση και στον τρόπο λειτουργίας του Δημοσίου. Απλά για να γίνουν, χρειάζεται ανοικτό μυαλό και αποφασιστικότητα από τον έχοντα το γενικό πρόσταγμα, αλλά και τη θέληση που θα οδηγήσει το πολιτικό σύστημα και τους εταίρους στην ευρύτερη δυνατή συμφωνία.
Σήμερα λοιπόν και εν όψει των προϋπολογισμών, πέρα από ώρα πολιτικής αντιπαράθεσης, είναι και ώρα ευθύνης. Το να σταματήσει το γαϊτανάκι εκεί όπου ο ένας ζητά από τον άλλον να πληρώσει τα σπασμένα, είναι κάτι που μπορεί να γίνει μόνο αν η κυβέρνηση Χριστόφια υπερβεί τον εαυτό της και προχωρήσει με τόλμη σε ένα πολυεπίπεδο σχέδιο: Θα αναδιαρθρώνει το Δημόσιο, θα ξεφορτώνει από τις πλάτες του φορολογουμένου άδικα βάρη, όπως άχρηστοι και ζημιογόνοι οργανισμοί, την ώρα που μπορούν ακόμη να πωληθούν αντί να δωριστούν, όπως η Eurocypria, θα ανακόπτει την πορεία του κρατικού μισθολογίου και θα αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή, χωρίς να εμποδίζει την ανάπτυξη. Αυτό γίνεται. Και σε αυτό ουδείς θα μπορεί να διαφωνήσει.