Η εύκολη και επικρατούσα άποψη τα τελευταία χρόνια είναι ότι οι πολίτες δεν ασχολούνται με την πολιτική, δεν τους απασχολούν τα κοινά και δεν τους ενδιαφέρει το τι κάνουν οι πολιτικοί. Ότι δηλαδή η κοινωνία θεωρεί την πολιτική λειτουργία κάτι ξένο, που δεν την αφορά, αλλά απασχολεί μόνο τον πολιτικό μικρόκοσμο ο οποίος συχνά απασχολείται με ένα ευτελές παζάρι εξουσίας, με όλες τις προεκτάσεις που αυτό συνεπάγεται.
Το περίεργο σε αυτή την άποψη, είναι ότι αυτοί που παραδοσιακά την υποστηρίζουν είναι τα δύο διαμετρικά αντίθετα στρατόπεδα. Από τη μια, όσοι έχουν έντονα καλλιεργημένο το πολιτικό ενδιαφέρον, διαβάζουν εφημερίδες και ιστορία, βλέπουν ειδήσεις τοπικές και διεθνείς, διαβάζουν ή και γράφουν σε μπλογκς, αλλά δεν είναι αναμεμιγμένοι στο πολιτικό σύστημα (πιθανότατα ήταν κάποια στιγμή στη ζωή τους). Αυτή η τάξη έχει την γνώση και την ικανότητα να επικρίνει την πολιτική, αλλά όχι την “δεινότητα” ή την ευχέρεια να εισχωρήσει στην εφαρμογή της. Από την άλλη, την ίδια άποψη υποστηρίζουν αρκετοί από τους συμμετέχοντες στον πολιτικό μικρόκοσμο, αυτοί που βολεύονται δηλαδή στην διατήρηση της πολιτικής σε ένα μικρό κλαμπ μετρίων στην πλειοψηφία, που θα επιτρέπει στους ιδίους να επιβιώνουν και ενίοτε να “μεγαλουργούν”. Και αν στην Κύπρο αυτή η άποψη είναι πλειοψηφούσα, στην Ελλάδα ήταν η δεσπόζουσα. Μέχρι την περασμένη Κυριακή. Όπου 782,136 Νεοδημοκράτες έδωσαν σε όλους τους επαΐοντες, δύο πανηγυρικές διαψεύσεις:
Κατέρρευσε και ο μύθος ότι οι πολίτες δεν ασχολούνται με τα κοινά |
Πρώτη διάψευση: Ότι ο κόσμος δήθεν δεν ασχολείται με τα κοινα. Την Νέα Δημοκρατία στις Εθνικές Εκλογές του Οκτωβρίου, είχαν ψηφίσει 2,295,967 πολίτες. Περισσότεροι λοιπόν από το 1/3 των ψηφοφόρων της, έσπευσαν σε μια καθαρά προαιρετική διαδικασία, που προϋπόθετε εγγραφή στα μητρώα μελών του κόμματος της αντιπολίτευσης και αναμονή σε ουρές για μία μέχρι και τρεις ώρες, για να καταθέσουν την γνώμη τους σε σχέση με ποιον πρόεδρο θέλουν. Δεν υπάρχει μηχανισμός που να μπορεί να προκαλέσει τέτοια προσέλευση. Υπάρχει μόνο η αυτόκλητη βούληση της κοινωνίας να συμμετάσχει, εφόσον της δόθηκε πραγματικό και όχι επίπλαστο βήμα, μέσα από ένα πραγματικό και ουσιαστικό κομματικό άνοιγμα στην κοινωνία.
Αν αυτό το άνοιγμα θα έχει συνέχεια ή όχι, είναι ένα σημαντικό, αλλά εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Το αξιοθαύμαστο είναι η κοινωνική θέληση της συμμετοχής, εφόσον το κόμμα απέδειξε ότι την επιδιώκει και την διευκολύνει, αντί να την αποτρέπει δια μέσου της τεθλασμένης των παγιωμένων, αγκυλωμένων, πολύπλοκων και απόμακρων κομματικών διαδικασιών.
Δεύτερη διάψευση: Ότι η κοινωνία ψηφίζει από υποχρέωση και εκτίμηση αντί για την προοπτική και το μέλλον. Πολλοί είναι εκείνοι που επιχείρησαν να στηρίξουν υποψηφιότητες βασισμένοι στο τι έκαναν και όχι στο τι θα κάνουν. Προβάλλοντας διλήμματα υποχρέωσης και ηθικής ανταπόδοσης, αντί πολιτικών που διευρύνουν την συλλογική προοπτική. Το κλασσικότερο παράδειγμα παραμένει ο θρύλος της παγκόσμιας πολιτικής Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος έχασε τις εκλογές μετά που κέρδισε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Κύπρο, ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος έχασε τις εκλογές, εφόσον το μόνο που πρόβαλε ήταν το “Όχι” που είχε πει τέσσερα χρόνια πριν. Στην Ελλάδα προχθές – και εδώ είναι το οξύμωρο – η Ντόρα Μπακογιάννη που αποτελούσε για χρόνια το δόρυ των πολιτικών του μέλλοντος στην Νέα Δημοκρατία, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στον κομματικό πατριωτισμό και την εσωτερική κομματική λειτουργία. Απευθυνόμενη περισσότερο στα κομματικά στελέχη αντί την ευρύτερη κοινωνία. Ένα κενό που έσπευσε σε σημαντικό βαθμό να καλύψει ο Αντώνης Σαμαράς, ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με την πολιτική φιλοσοφία που παρέθεσε.
Οι δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα, τόσο οι Εθνικές Εκλογές, όσο και η πραγματικά ανοικτή στην κοινωνία εσωκομματική διαδικασία της Νέας Δημοκρατίας, στέλνουν μηνύματα με ουσιαστικό αντίκτυπο και στην Κύπρο, όπου οι προεκτάσεις είναι πάντα ουσιώδεις και ισχυρές. Αφ’ ενός, ότι καμιά τακτική και στρατηγική δεν μπορεί να αντιταχθεί σε μια ουσιαστική και πραγματικά πολιτική πρόταση προοπτικής. Επιβεβαιώνοντας ότι η σύγχρονη ηγεσία απαιτεί αποφασιστικότητα για πολιτικές ρίξεις και τομές με στόχο το μέλλον. Αφ’ εταίρου, ότι η σύγχρονη δημοκρατία απαιτεί γενναία και ουσιαστικά ανοίγματα που να την καθιστούν πραγματικά συμμετοχική, γιατί αλλιώς η κοινωνία δεν είναι την πολιτική λειτουργία, αλλά τους ίδιους τους πολιτικούς που απαξιώνει.
Συμφωνω πληρως.
Τα τελευταια χρονια τα κομματα στην Κυπρο εχουν εισπραξει πολλους πατσους απο τους ψηφοφορους.
Αλλο θεμα το οτι σφυρουν αμεριμνοι και κανουν οτι δεν καταλαβουν.
Καλυτερα παντως να παιζουν πελλον παρα να νομιζουν οτι ο νεος ψηφοφορος ειναι προβατο.Τοτε θα εχουν σοβαρο προβλημα.
Παρ ολη την απαισιοδοξια μου και ενιοτε την αηδια που αισθανομαι για τα τεκκτενομενα στα πολιτικα πραματα της νησου η απαξιωση πλεον προς τα κομματικα δογματα και τα αρχιερατικα παραμυθια ειναι εμφανης.
Αν και σε αυτο καθολου δεν βοηθουν η παιδεια και ο τυπος εν τουτοις υπαρχει τωρα το διαδυχτιο που οποιος θελει μπορει να βρει οτι θελει χωρις να ειναι αναγκη να πηγαινει στες κομματικες ομαδες και να ακουει τες αρλουμπες των κομματοσκυλλων.
Η ζεις αλλη χωρα και δεν βλεπεις Ρικ και Αντ 1 και ακουεις και κανενα νεοι της προκοπης.
Πχ χθες ειδα ενα προγραμμα απο τη ρωσσικη ΤΒ για τον Αναστας Μικογιαν ( ηταν πολιτικο και κομματικο προσωπο επι Σταλιν-Χρουρσιωβ-Μπρεζνιεβ…
Ειπε λοιπον ο Μικογιαν οταν τον ρωτησαν για τις εκκαθαρισεις που εκανε το κομμα τη δεκαετια του 30-40 ( εκατομμυρια οι νεκροι και εξορισθεντες ) απαντησε λακωνικα – “ειμαστε ολοι παλιανθρωποι”…”σβολοτσι”για οσους μιλουν ρωσσικα.Και μιλουν πολλοι ρωσσικα στην Κυπρο.
Και ας τιμουμε τες επαναστασεις και τα συμβολα τους ακομα στην Κυπρο.
Αγαπητέ Μιχάλη,
Είναι αδιαμφησβήτητο ότι η συμμετοχική δημοκρατία, η σοφία των πολλών είναι ορθότερη από των λίγων.
Ελπίζω να πάρουμε τα μηνύματα αυτά και στην Κύπρο και να ανοίξουμε τις πόρτες στους πολίτες και να αφουκραστούμε την φωνή των Κυπρίων.
Μου προκαλεί αλγιεινή εντύπωση το γεγονός ότι στο πιο κρίσιμο θέμα της Κυπριακής Κοινωνίας το Κυπριακό πρόβλημα, η κοινωνία βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με αρκετές κομματικές ηγεσίας και τον ίδιο τον Πρόεδρο της δημοκρατίας. Ιδιαίτερα με θλίβη το γεγονός ότι τα μηνύματα του 2004, του 76% του λαού, δεν λήφθηκαν υπόψην και προχωρούμε στα ίδια λάθη. Ελπίζω πριν είναι αργά να ακούσουμε έστω και την υστάτη την φωνή αυτού του ταλαίπωρου λαού που δυστυχώς η άποψη του για το μέλλον του συνηθίζεται να μην εισακούεται ( βλ κυρίως από το 1950 και μετά) παρόλη την μεθοδευμένη προσπάθεια χειραγώγησης της θέλησης του ( βλ. έγγραφα Foreign office, Ντάνουερ ΟΗΕ). Με εκτίμηση, Γεώργιος.
Το πραγματικό ερώτημα σχετικά με την πολιτική συμμετοχή στην Κύπρο είναι: Θέλει ο κόσμος να εκφραστεί; Τολμά να το κάνει; Γιατί είναι αφελής ρομαντισμός να θεωρούμε ότι είναι αυτονόητη η απάντηση.
Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα ενός αξιόπιστου, μαζικού δημοψηφίσματος της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου στο ερώτημα “Να πάρουμε πίσω Αμμόχωστο, Μόρφου και χωριά της Καρπασίας και να γίνουμε μια χαλαρή συνομοσπονδία δύο κυρίαρχων κρατών ή να προσπαθήσουμε να ενώσουμε τις δύο κοινότητες ξανά σε έναν λαό με συμβιβασμούς και ένα κοινό μέλλον”.
Πρόβλημα Logistics δε θα υπήρχε, θα ψήφιζαν λιγότεροι απο ό,τι οι νεοδημοκράτες.
1. Θα στέκονταν οι Κυπραίοι +2 ώρες για να πουν την πραγματκή, αυθεντική άποψή τους;
2. Θα τολμούσε ποτέ μια κυπριακή κυβέρνηση να το πράξει;
3. Τι θα κάναμε μετά με το αποτέλεσμα;