Τρεις χώρες συγκλονίζονται αυτές τις μέρες από ογκώδεις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, που έχουν ένα κυρίαρχο κοινό τόπο. Ότι το έναυσμα δόθηκε από αφορμές πολύ υποδεέστερες των πραγματικών αιτίων που οδήγησαν τον κόσμο στους δρόμους. Και είναι πολύ χρήσιμο να εξετάσουμε το τι έγινε σε Ελλάδα, Τουρκία και Βραζιλία, γιατί αποτελούν κορυφαία παραδείγματα προς αποφυγή.
Στη Βραζιλία, οι εξεγερμένοι πολίτες, ασφαλώς και δεν προκαλούν τα δραματικά επεισόδια για την αμελητέα αύξηση στα εισιτήρια των λεωφορείων. Την ώρα όμως που η διαφθορά καλπάζει στη χώρα, οι φορολογίες βρίσκονται σε δυσθεώρητα και δυσβάστακτα ύψη και η ποιότητα δημόσιων αγαθών όπως η υγεία και η παιδεία βρίσκεται σε επίπεδα ανέχειας, δεν κρίνεται λογικό από τον κόσμο να επιβαρύνεται περισσότερο, την ώρα που δεν γίνεται τίποτα για να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα της χώρας.
Στην Τουρκία, κανείς σχεδόν δεν διαμαρτύρεται για το πάρκο Γκεζί στην πλατεία Ταξίμ. Αντιθέτως, τη στιγμή ακριβώς που αναζωπυρώθηκε η Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και η Τουρκία – έστω η νομενκλατούρα της – άρχισε να αδράχνει τους καρπούς της οικονομικής άνθησης μετά την περιπέτεια του ΔΝΤ, δεν κρίνεται λογική η αναχρονιστική και φονταμενταλιστική επιχείρηση εξισλαμισμού της καθημερινότητας του Τούρκου πολίτη. Αστείες παρεμβάσεις όπως η απαγόρευση πώλησης αλκοόλ το βράδυ, αλλά και τα σημαντικά ελλείμματα στη δημοκρατία και την ελευθερία του λόγου, έφεραν στην ίδια πλατεία εθνικιστές, Κούρδους, ακτιβιστές και σοβαρούς δημοκράτες, να διαμαρτύρονται ο καθένας για ό,τι τον αφορά.
Ελλάδα, Τουρκία, Βραζιλία, έδειξαν τι πρέπει να αποφεύγεται για να υπάρχει κοινωνική ανοχή |
Στην Ελλάδα, ακριβώς τη στιγμή που μια οσμή αισιοδοξίας διαφάνηκε στον ορίζοντα εξαιτίας πολύ θετικών αναφορών στο εξωτερικό και πριν ο πολίτης τις αισθανθεί στη ζωή του, ο πρωθυπουργός έκανε την ντρίμπλα παραπάνω. Το άγαρμπο και σαρωτικό κλείσιμο της ΕΡΤ με την αναστολή της λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, την ώρα μάλιστα που ένα σωρό δημόσιοι φορείς δεν έχουν αντικείμενο ύπαρξης και χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι δεν πατάνε στις εργασίες τους αλλά πληρώνονται, δεν κρίνεται λογικό να εφαρμόζεις μεθόδους που μπορεί να τους αποδοθεί μέχρι και «φασιστικό ένδυμα», επειδή ο ίδιος απέτυχες να απολύσεις αυτούς που έπρεπε. Ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης, η κρίση βρίσκει την κυβέρνηση αποδυναμωμένη και προκαλεί πισωγύρισμα στην προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας, με ένα λαό που εδώ και τέσσερα χρόνια βρίσκεται σε οικονομικό αναπνευστήρα.
Αντώνης Σαμαράς και Ταγίπ Ερντογάν θεώρησαν, λανθασμένα, ότι τέτοιες κρίσεις θα τους έδιναν την ευκαιρία να αναδειχθούν ως αποφασιστικοί και ανυποχώρητοι ηγέτες με πυγμή. Από την άλλη, η πρόεδρος της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρουσέφ, έκανε το ανάποδο λάθος επιχειρώντας στην αρχή να «χαϊδέψει» τους διαδηλωτές, στάση που πλέον ανατρέπει. Και οι τρεις ωστόσο «αστόχησαν» στο ίδιο σημείο. Ότι από αυτό που στην ουσία επιχειρούσαν, έλειπε η λογική. Η λογική που προσφέρει τη νομιμοποίηση και την κοινωνική ανοχή για να δεχθεί ένας λαός θυσίες.
Ο παραλληλισμός με τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρήγκαν σε τέτοιες ενέργειες είναι τουλάχιστον ατυχείς. Η δε Θάτσερ έκοψε το δωρεάν γάλα στη δημοτικά –ένα μέτρο που εφαρμόστηκε μετά τον πόλεμο– προκειμένου να διαφυλάξει το επίπεδο της παιδείας. Έκλεισε ακόμη τα ανθρακωρυχεία που δεν μπορούσαν πλέον να είναι κερδοφόρα. Όλα στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου και απολύτως λογικού σχεδίου αναδιάρθρωσης της χώρας. Ο δε Ρήγκαν απέλυσε από αέρος 11.500 ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, μετά που τους πρότεινε αυξήσεις της τάξης του 11% και τις απέρριψαν ζητώντας 100%, όταν η απεργία τους κρίθηκε παράνομη και ακόμη και ένα μεγάλο μέρος των Δημοκρατικών ήταν στο δικό του πλευρό.
Η λογική στις μεταρρυθμίσεις και τις πολιτικές πράξεις, είναι και μεγάλο ζητούμενο σήμερα σε κάθε πολιτική ενέργεια. Το απαραίτητο συστατικό για να σταθούν δίπλα σου οι σοβαροί και μετριοπαθείς πολίτες, αυτοί που καθορίζουν και το πολιτικό κλίμα. Κάθε έλλειψη λογικής, ακόμη και για το μικρότερο ζήτημα, θέτει σε κίνδυνο το μεγάλο στοίχημα της ανάκαμψης. Ειδικά σε χώρες όπου ο κόσμος καλείται να ανατρέψει προς το χειρότερο τη ζωή και την καθημερινότητά του στο πλαίσιο μιας αναγκαίας λιτότητας και αναπροσαρμογής. Αυτό να το έχουμε υπόψη μας και εδώ στην Κύπρο.