Όσο και αν οι «καθώς πρέπει» απαξιώνουν τα λαϊκά άσματα, τόσο η θυμοσοφία τους πολλές φορές λέει με εντελώς απλοϊκό τρόπο την απόλυτη αλήθεια. «Ψάχνω το παραμύθι μου, γιατί η αλήθεια καίει» τραγουδά ο Άγγελος Διονυσίου, περιγράφοντας χωρίς να το γνωρίζει τη διαχείριση της κρίσης από την κυπριακή κυβέρνηση. Τέσσερα χρόνια ψάχναμε ένα καλό παραμύθι για να κρύψουμε τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας μας. Χρησιμοποιήθηκε κάθε μέθοδος προπαγάνδας για να καλυφθούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες του κυπριακού κράτους.
Πολύ υπαρκτές και δύσκολες καταστάσεις, όπως η κρίση και οι τράπεζες, επιστρατεύτηκαν μανιωδώς για να κρύψουν τα εξαιρετικά ασφυξιογόνα διαρθρωτικά προβλήματα του κυπριακού κράτους κάτω από το χαλί. Το οξύμωρο δε είναι ότι ενώ από τη μία το ΑΚΕΛ και ο Πρόεδρος Χριστόφιας προσπαθούν απεγνωσμένα να πείσουν ότι δεν φταίνε αυτοί για το ότι δημιουργήθηκε για δεκαετίες (άσχετο αν μετείχαν σε όλες τις κυβερνήσεις εκτός του Κληρίδη), εντούτοις έγιναν οι προασπιστές του να μην αλλάξει τίποτα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης φρόντισαν με απίστευτη δεξιοτεχνία να διογκώσουν ό,τι κακό υπήρχε. Είτε αυτό ήταν η υπερμεγέθης κρατική μηχανή, είτε τα «τυφλά» και αδικαιολόγητα επιδόματα.
Τώρα που η αλήθεια καίει, ας προχωρήσουμε επιτέλους εκείνο το σύγχρονο λειτουργικό κράτος |
Εδώ είναι που μου δημιουργείται και μία άλλη κορυφαία απορία. Πώς γίνεται η αριστερά να κατηγορεί τράπεζες και αγορές, όταν θέλει να είναι ο καλύτερος πελάτης τους; Όταν θέλει να δανείζεται τυφλά και ακατάσχετα προκειμένου να σκορπάει χρήματα σε καταναλωτικές ανάγκες; Ακόμη και αν είναι ιδεολογική θεώρηση το «δανεικά και αγύριστα», όπως λεν οι σύντροφοι στην Ελλάδα, πάλι κάποια στιγμή τα δανεικά θα τελειώσουν. Όπως έγινε εδώ και καιρό για εμάς.
Το θέμα στις περιπτώσεις όπως σήμερα, όπου για τέσσερα χρόνια χαρακτηριζόσουν κινδυνολόγος και σήμερα δυστυχώς δικαιώνεσαι, δεν είναι η δικαίωση αυτή καθ’ αυτή. Να μου έλειπε. Είναι όμως η ενισχυμένη αξιοπιστία που αποκτάς, όταν από τους πρώτους και μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού προειδοποιούσες για το τι θα συμβεί. Αξιοπιστία, που έχει αξία μόνο όταν συνοδεύει προτάσεις για το τι πρέπει να γίνει μετά.
Τρία χρόνια πριν, τον Ιούλιο του 2009, στο άρθρο με τίτλο «Επιτηρήστε μας» επισημαίναμε τη διόγκωση της κρατικής μηχανής εν μέσω κρίσης και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις που δεν επέτρεπαν την αντιμετώπισή της. Τον Αύγουστο του 2009, στο άρθρο με τίτλο «Χωρίς Γυαλό», επισημαίναμε τον στραγγαλισμό της μεσαίας τάξης με τη στρατηγική που ακολουθείτο. Ότι το κράτος μας μετασχηματιζόταν σε «πλασιέ» ομολόγων. Προς το τέλος του 2009, στο άρθρο «Η ψυχολογία δεν τρώγεται», εξηγούσαμε ότι όσες ψευδοενέσεις ψυχολογίας και αν γίνουν, τα υπαρκτά μας προβλήματα θα μας οδηγήσουν στον Μηχανισμό, αν δεν αντιμετωπιστούν.
Μετά από τρία χρόνια, είδαμε την πάλαι ποτέ αξιόπιστη –παρά το Εθνικό της πρόβλημα– χώρα μας να διασύρεται στην ανάγκη στήριξης από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό. Το παραμύθι τελείωσε. Η αλήθεια καίει όσο ποτέ. Στο κυπριακό κράτος «μπήκε μέσα η τράπεζα», όπως θα έμπαινε σε κάθε επιχείρηση που δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Ήρθε η ώρα να επικεντρωθούμε στο προκείμενο. Το πώς θα γίνουμε και πάλι χώρα με κύρος και αξιοπιστία, οικονομικά ανεξάρτητη. Για να μπορούμε πρώτα απ’ όλα να προασπίζουμε αποτελεσματικά, τα εθνικά μας συμφέροντα.
Κατ’ αρχάς, θεωρώ πολύ καλύτερο να δανείζεσαι από τους Ευρωπαίους εταίρους σε αυτό το στάδιο. Δεν είμαι καθόλου εναντίον των διακρατικών δανείων, αλλά αυτά δεν μπορούν να προσεγγίζουν το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Τότε, γίνεσαι εξαρτώμενος μιας και μόνο χώρας και των συμφερόντων της. Όπως κάποιος πολίτης που δανείζεται όλο σχεδόν το ετήσιο εισόδημά του από κάποιο «ενεχυροδανειστή».
Γι’ αυτό και πιστεύω ότι από την ώρα που ζητήσαμε φουλ Μηχανισμό για τη Κύπρο, να αποδεχθούμε την εξάρτησή μας από τους Ευρωπαίους εταίρους μας και μόνο αυτούς, και να δουλέψουμε επιτέλους για την πραγματική εξυγίανση. Να κάνουμε έστω και εκ των υστέρων, τις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζονται για να επανακάμψουμε. Διότι, αν προχωρήσουμε σε λαμογιές, όπως έκανε η Ελλάδα, που υποσχόταν διαρθρωτικά μέτρα και χορηγούσε παυσίπονα, τότε θα έχουμε και την τύχη της. Αυτούς δε που σήμερα πιστεύουν ότι προασπίζονται τα συμφέροντα των εργαζομένων, θα τους κυνηγάνε τότε με τις πέτρες, όσοι σήμερα ακόμη τους χειροκροτούν.