Τα εθνικά διλήμματα της γενιάς μας

* Άρθρο στην “Καθημερινή της Κυριακής”

Ήταν 1η Απριλίου και ήμουν 7-8 ετών. Ήμασταν σπίτι της – μακαρίτισσας πια – γιαγιάς μου, όπου κάτω από την σκάλα υπήρχε μια ελληνική σημαία με τον ιστό. Γεμάτος χαρά, πήρα την σημαία για να τη στήσω έξω, μέρα που ήταν. Γεμάτη τρόμο όμως, η γιαγιά μου η Μελπομένη έτρεξε και μου την πήρε. «Όχι, γιε μου, προς Θεού, θα μας κυνηγήσουν» μου υπέδειξε, αναφερόμενη στην τότε κυβέρνηση.

Δεν θα κρύψω ότι αυτό ήταν και το πρώτο ερέθισμα για να ασχοληθώ με την πολιτική. Δεν μπορούσα να δεχθώ ούτε την αδικία, ούτε το έλλειμμα ελευθερίας. Άλλωστε, ούτε από πολιτική οικογένεια προέρχομαι, ούτε την ώθηση είτε της οικογένειάς μου είτε του όποιου άλλου είχα. Το αντίθετο. Για μένα, η ανάμειξη στα κοινά ήταν μια πράξη ενάντια στη θέληση των γονιών μου.

Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε και ο ελληνισμός φέτος γιορτάζει μεγαλοπρεπώς τα 200 χρόνια από την εθνική επανάσταση του 1821. Μέρος του Έθνους και ο Κυπριακός Ελληνισμός. Η Επανάσταση του 1821 είναι μια συγκλονιστική εποχή της νεοελληνικής ιστορίας και εξαιρετικά γοητευτική. Γέννησε ένα ανεξάρτητο, σύγχρονο κράτος, ενώ εμπεριείχε και στοιχεία ανατροπής, μεταρρύθμισης και νεωτερικότητας που σφράγισαν την πορεία της Ελλάδας και ενέπνευσαν ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό εκ νέου. Ας μην ξεχνάμε κιόλας, ότι ο Ελληνισμός αποτέλεσε το οχυρό της δύσης έναντι στις επιβουλές της ανατολής, από την αρχαιότητα.

Στην εποχή μας ζούμε ένα τεράστιο μπλέξιμο. Πολλοί συγχέουν το εθνικό με το εθνικιστικό, τον αλληλοσεβασμό και τον αυτοσεβασμό με την εθνική υπεροχή, και «ανωτερότητα», το μήνυμα και το δίδαγμα του εθνικού χρέους με δήθεν πατριωτικές κορώνες και περικεφαλαίες. Η ευθύνη, όμως, του έθνους είναι να προοδεύει και να προχωρεί μπροστά έναντι της παρακαταθήκης που προκαλεί το παρελθόν και η ιστορία του και όχι έναντι κανενός άλλου.

Λίγοι κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν και πολύ λιγότεροι να επικοινωνήσουν τη διπλή ιδιότητα που έχουμε από το 1960. Την ισορροπία μεταξύ της ιστορικής εθνικής ταυτότητας του Έλληνα και της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, ζούμε μεταξύ δύο πολυπληθών άκρων. 

Η κατάσταση στην Κύπρο είναι ακόμη χειρότερη λόγω της διπλής ιδιότητας που έχουμε από το 1960. Λίγοι κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν και πολύ λιγότεροι να επικοινωνήσουν, την ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της ιστορικής εθνικής ταυτότητας του Έλληνα και της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, ζούμε μεταξύ δύο πολυπληθών άκρων.

Η μία πλευρά ισχυρίζεται ότι εάν δεν αποτάξουμε από επάνω μας την εθνική καταγωγή, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αγαπήσουμε την Κύπρο ως αυτόνομη οντότητα. Αυτή η θεωρία όμως αποτελεί επιστημονική φαντασία. Κανένας και ποτέ στην ιστορία δεν μπόρεσε να ξεριζώσει τη ψυχή κανενός λαού. Οι Ελληνοκύπριοι δεν θα πάψουν ποτέ να νιώθουν Έλληνες και οι Τουρκοκύπριοι να αισθάνονται Τούρκοι. Το ζητούμενο είναι να σεβαστούμε ο ένας τον άλλο και την ταυτότητα που φέρουμε, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε από κοινού στο λαμπρό μέλλον που δικαιούμαστε σε ολόκληρη την Κύπρο.

Η άλλη πλευρά ισχυρίζεται ότι ως Έλληνες και με την ιστορία μας, δεν δικαιούμαστε να προχωρούμε σε κανένα συμβιβασμό με οποιονδήποτε. Είναι όσοι –πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβάνονται– αυτό που ουσιαστικά προτείνουν είναι να παραχωρήσουμε μέρος της Κύπρου στην Τουρκία για να μείνουμε στο υπόλοιπο μόνοι μας και να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Η Κύπρος όμως συμπεριλαμβάνει για αιώνες το τουρκικό στοιχείο. Ολόκληρη Κύπρος σημαίνει ότι ένας στους πέντε μας θα είναι Τουρκοκύπριος. Σημαίνει ότι όπως εμείς γιορτάζουμε σήμερα την 25η Μαρτίου, θα μπορεί και οι Τουρκοκύπριοι, αντιστοίχως, να εορτάζουν – για παράδειγμα – την άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Γίνεται πολύς λόγος τελευταία για το διαχρονικό «Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω». Μια υποχρέωση που έχουμε έναντι στη δική μας και τις επόμενες γενεές. Η ιστορία δεν θα μας συγχωρέσει ποτέ, εάν για λόγους προσωρινής ευδαιμονίας παραχωρήσουμε κομμάτι της πατρίδας μας. Είναι αντεθνική πράξη να παραχωρείς έδαφος. Και είναι πράξη που θα θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση του συνόλου του κυπριακού ελληνισμού στην υπόλοιπη Κύπρο. Η ιστορία όμως θα γελάει μαζί μας, εάν προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια άλλη εθνική συνείδηση, ξένη προς τους Έλληνες, Τούρκους, Μαρωνίτες, Αρμενίους και Λατίνους που αποτελούν τον τόπο μας. Διότι οι ίδιοι οι άνθρωποι θα περιχαρακωθούν φυσιολογικά για να διαφυλάξουν το είναι τους.

Τα ψέματα τελείωσαν και ο χρόνος δεν μας επιτρέπει άλλα παιχνίδια με το μέλλον της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Υπήρξαν γενιές που η εθνική ευθύνη δεν επέτρεπε τίποτα άλλο από τον αγώνα της θυσίας. Υπήρξαν και άλλες, όπως η δική μας, που ο πόλεμος δεν αποτελεί επιλογή. Και που η γενναιότητα θα καθοριστεί από το εάν, με τις πράξεις ή τις παραλείψεις μας, θα παραδώσουμε Κύπρο μικρότερη ή μεγαλύτερη από αυτή που έχουμε παραλάβει.

Posted in Άρθρα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *