Πρωί της 20ής Ιουλίου και ξύπνησα 5:30 από τις σειρήνες. Πολλά δε θυμάμαι από την εισβολή, 2 ετών ήμουν τότε. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι όλη η ζωή της δικής μου γενιάς οριοθετήθηκε από τα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Οι φίλοι, η έντονη ανάμειξη όλων μας τότε στην πολιτική, η επαναστατικότητα, τα ενδιαφέροντα, ακόμη και η επαγγελματική κατεύθυνση. Όλος ο βίος μας, κοινωνικός και οικονομικός, έχει επιρροές από τη μέρα εκείνη. Πολύ περισσότερο δε, η μέρα της εισβολής καθορίζει μέχρι και σήμερα την πολιτική μας ηγεσία σε όλα τα επίπεδα. Της κυβέρνησης, της Βουλής, της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Από τότε, το Κυπριακό αποτέλεσε το εργαλείο, βάσει του οποίου η δημόσια ζωή διαχωρίστηκε από την καθημερινότητα. Ούτως ή άλλως, το επιχειρηματικό δαιμόνιο του λαού μας και η εργατικότητά του δεν μπορούσαν παρά να βρουν διεξόδους και να μην αφήσουν τη χώρα μας να τελματώσει. Το πολιτικό σύστημα από την άλλη, βρήκε το modus vivendi να διευκολύνει και να ανοίγει δρόμους σε αυτή τη διαδικασία. Είτε ήταν ο τουρισμός, είτε τα ακίνητα, είτε οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Το κράτος πάντα έτρεχε να διαμορφώσει τις συνθήκες προκειμένου ο ιδιωτικός τομέας να βρει το κατάλληλο έδαφος για να δράσει. Και ο ιδιωτικός τομέας από την πλευρά του, εκμεταλλευόταν κάθε παράθυρο ευκαιρίας.
Χωρίς καλή οικονομία, χάνουμε και κάθε ελπίδα να λυθεί το Κυπριακό |
Πολλοί ήθελαν την Κύπρο να αγωνίζεται για την απαλλαγή από την κατοχή στα πρότυπα των Παλαιστινίων. Με μια άλλης μορφής «ιντιφάντα». Άλλοι μας ήθελαν να ακολουθούμε το παράδειγμα την Νιγηρίας, μιας χώρας που δεν τα κατάφερε μόνη της, όταν απαλλάχθηκε από την αποικιοκρατία και αναζητούσε κηδεμόνα. Εμείς όμως προχωρήσαμε από μόνοι μας. Καταφέραμε να χειριστούμε τα θέματά μας με αξιοθαύμαστη αυτάρκεια. Ανακάμψαμε πιο νωρίς και από την Ελλάδα. Διαχειριστήκαμε το πρόβλημα με τρόπο που από παιδί με ειδικές ανάγκες καταστήσαμε την Κύπρο μικρή χώρα με ειδικές ικανότητες. Όχι ως ευφυολόγημα, αλλά ως πράξη.
Ακόμη και η διαφθορά κρατήθηκε σε απόλυτα ελεγχόμενα επίπεδα. Το συντριπτικό ποσοστό της ξένης βοήθειας και των χρημάτων από φόρους να αξιοποιήθηκε για το καλό της χώρας. Μοναδική ίσως παραφωνία το πελατειακό κράτος, αλλά αυτό ήταν το αντάλλαγμα που έπαιρνε το πολιτικό σύστημα για να επιβιώνει. Η αλήθεια είναι ότι η ανάπτυξη αποτελούσε πάντα την πρώτη πραγματική προτεραιότητα, έστω και αν δεν είχε σχεδόν καμία θέση στη δημόσια συζήτηση. Όλες οι κυβερνήσεις έκαναν το αυτονόητο. Κρατούσαν αγκαζέ τον ιδιωτικό τομέα και να προχωράνε μπροστά. Όλες, εκτός από τη σημερινή.
Πετύχαμε ακατόρθωτα πράγματα με αυτόν τον τρόπο. Να γίνουμε μια χώρα με πλήρεις κρατικές δομές. Να έχουμε μία σύγχρονη κοινωνία παρά το μικρό μας μέγεθος. Να προσελκύουμε την αφρόκρεμα οικονομικών και κοινωνικών διεθνών παραγόντων. Να εξασφαλίσουμε ένα αξιοπρεπέστατο βιοτικό επίπεδο για το λαό μας. Να πετύχουμε την ένταξη στην Ευρώπη παρά την προφανή και πολύπλοκη «αναπηρία» μας. Με την απόλυτη στήριξη της Ελλάδας βέβαια που τότε ζούσε έντονες στιγμές επίπλαστης δόξας.
Ό,τι και αν πετύχαμε από το 1974 μέχρι σήμερα, ένα ήταν το υπόβαθρο που μας το επέτρεψε. Η αναπτυσσόμενη και ευέλικτη οικονομία. Ούτε παιδεία θα είχαμε αλλιώς, ούτε υγεία, ούτε τις συνθήκες να προκαλούμε πρόοδο. Ούτε και τη δυνατότητα να απευθυνόμαστε στο εξωτερικό και να μας ακούνε τουλάχιστον. Όσο «υλιστικό» και αν ακούγεται αυτό, είναι η στυγνή αλήθεια. Ακόμη και οι Τουρκοκύπριοι, τη δική μας καθημερινότητα ζήλεψαν το 2004 και διαδήλωναν για να επανενωθούν μαζί μας.
38 χρόνια μετά, το Κυπριακό είναι ένα ζήτημα ακόμη πιο δυσεπίλυτο από τότε. Όσο περνάει ο καιρός, μαζί με τις γενιές αποχωρεί και το συναίσθημα, δίνοντας τη θέση του σε ένα ψευδορεαλισμό που θέλει να παραδώσουμε τη μισή μας πατρίδα, πιστεύοντας ότι έτσι θα ζούμε καλύτερα. Δεν συμμερίζομαι αυτή τη θεωρία. Πιστεύω όμως ότι το Κυπριακό σίγουρα δεν μπορεί να λυθεί με την οικονομία στο καναβάτσο. Ούτε και μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε σοβαρό κράτος αν έχουμε υποδεέστερο βιοτικό επίπεδο.
Κάθε 20ή Ιουλίου θυμόμαστε το Δεν Ξεχνώ για την Κερύνεια και τα Κατεχόμενα. Φέτος, ας μη ξεχάσουμε την υποχρέωση να ανακάμψει η οικονομία. Γιατί χωρίς αυτή, μάλλον θα πρέπει να τα ξεχάσουμε όλα.