Ιστορικά, θα δούμε ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτέλεσε επιδίωξη από αρχαιοτάτων χρόνων. Η προσπάθεια, όμως, ήταν να επιτευχθεί με τη δύναμη των όπλων. Από τον καιρό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλο και κάποιος ήθελε την Ευρώπη ολόκληρη για την πάρτη του. Η αρχή που έγινε από την Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα, συνεχίστηκε με την ΕΟΚ, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και σήμερα βρίσκεται στο στάδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η πρώτη όπου οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να ενωθούν ειρηνικά και αυτοβούλως.
Κάποιοι λένε ότι αυτό που σήμερα ζούμε είναι ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου η Γερμανία προσπαθεί αυτή τη φορά να επιβληθεί σε όλους με τη δύναμη των χρημάτων. Η ίδια η Γερμανία ισχυρίζεται, δικαίως, ότι έχει κάθε διάθεση να σώσει το ευρώ, φτάνει να υπάρχει πλέον δημοσιονομικός έλεγχος για να μην μπορεί ο καθένας να ξεφεύγει έχοντας σαν μαξιλαράκι τα χρήματα του Γερμανού φορολογουμένου. Βάση υπάρχει και στα δύο. Το ζήτημα όμως είναι ευρύτερο.
Η οικονομική κρίση, ό,τι κι αν λένε οι οικονομολόγοι και οι τραπεζίτες που ένιωσαν για πρώτη φορά τη δύναμη της εξουσίας να περνάει στα χέρια τους, δεν είναι οικονομικό πρόβλημα. Είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό. Η κρίση δε του δημόσιου χρέους έχει ήδη απειλήσει τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Εξήντα χρόνια προσπαθειών να έρθουν οι Ευρωπαίοι πιο κοντά, κινδυνεύουν να χαθούν. Οι πολίτες, και ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές, παραμένουν διχασμένοι ανάμεσα στην αναγκαιότητα των περικοπών και την ελπίδα για ανάπτυξη, ευημερία και απασχόληση.
Η οικοδόμηση πολιτικής ένωσης αποτελεί μια άνευ προηγουμένου ιστορική ευκαιρία |
Η “λογιστική” λύση που στενόμυαλα οικονομικά μυαλά προσπαθούν να επιβάλουν, περιορίζεται στη λιτότητα και τα παραμύθια περί ψυχολογικής ανάκτησης εμπιστοσύνης. Αυτό επιχειρήθηκε και στις Βρυξέλλες προχτές, όπου αποφασίστηκαν αστυνομικές και δικονομικές μέθοδοι για να επιβληθεί στα κράτη δημοσιονομική πειθαρχία. Ορθά δεν επιτρέπεται ένα κράτος να παραφουσκώνει το Δημόσιο και να σκορπά επιδόματα με δανεικά εις βάρος άλλων κρατών. Η μέθοδος όμως που αποφασίστηκε είναι απαράδεκτη και αντιδημοκρατική. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθεί από κάθε καλοπροαίρετο πολίτη, την ώρα που η πειθαρχία και μόνο, χωρίς αλληλεγγύη και επενδύσεις, οδηγεί σε προφανές αδιέξοδο.
Η έλλειψη δημοκρατικού ελέγχου για τις τρέχουσες αποφάσεις έχει άμεσες οικονομικές, κοινωνικές και φορολογικές συνέπειες. Από την ώρα που γίνεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το ευρωπαϊκό διακυβερνητικό επίπεδο για να παρακαμφθούν οι πολίτες. Οι ηγέτες που αποφασίζουν για όλους μας, κυρίως η Γερμανίδα καγκελάριος και ο Γάλλος πρόεδρος, λογοδοτούν και κρίνονται αποκλειστικά από τους ψηφοφόρους των χωρών τους. Κάτι άδικο και φασιστικό, τόσο για τους ίδιους τους ηγέτες, όσο και για τους πολίτες όλων των άλλων χωρών.
Η κρίση απέδειξε ότι το κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν γίνει μέρος ενός πραγματικού ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου. Η οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ένωσης αποτελεί μια άνευ προηγουμένου ιστορική ευκαιρία. Να γεννηθεί η πραγματική διακρατική δημοκρατία που να βασίζεται στο συνομοσπονδιακό έστω μοντέλο. Να έχουν οι πολίτες την ευκαιρία να ψηφίζουν όσους αποφασίζουν γι’ αυτούς και να μην αισθάνονται έρμαιο στις ορέξεις των τραπεζιτών και των Βρυξελλιωτών γραφειοκρατών.
Η θεωρία δε ότι μετά την τελωνειακή και τη νομισματική, πρέπει να ακολουθήσει η δημοσιονομική ένωση για να φτάσουμε στην πολιτική ενοποίηση, είναι κατώτερη των περιστάσεων. Θα προκαλέσει τέτοια αντίδραση και απόγνωση η “διά βούρδουλα” επιβολή περικοπών και φτώχειας, που την Ευρώπη δεν θα τη θέλουν παρά ελάχιστοι.
Ο στρατηγός Ντε Γκωλ και ο Αντενάουερ, ο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Χέλμουτ Κολ και τόσοι άλλοι, προχώρησαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε βήματα που θεωρούνταν απονενοημένα για αιώνες. Σήμερα, λοιπόν, είναι η ώρα να αποκτήσουμε κάποιας μορφής Ευρωπαίο πρωθυπουργό που να εκλέγεται από τους πολίτες και να λογοδοτεί σε όλους τους πολίτες, χωρίς να χάνουν τα κράτη τη δυνατότητα παρέμβασης και αρνησικυρίας. Θα μπορούσε αυτό να το εξασφαλίζει ένας πρόεδρος εκλεγμένος από το Συμβούλιο ή και το ίδιο το Συμβούλιο.
Αν δεν βρεθούν σήμερα οι ηγέτες που θα προχωρήσουν στο επόμενο “αδιανόητο” βήμα και συνεχίσει η χορήγηση ασπιρίνων για να γιατρευτεί ο καρκίνος της οικονομικής ύφεσης, πολύ φοβάμαι ότι η Ευρώπη δεν θα υπάρχει για πολύ ακόμη. Και δεν θα φταίει γι’ αυτό ο κόσμος που θα πεινάει.