* Άρθρο στην “Καθημερινή της Κυριακής”
Το θάρρος της Ελληνίδας Ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου να μιλήσει για την οδυνηρή εμπειρία της, για πολλούς άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Αυτό όμως δεν είναι η αλήθεια. Εκείνο που πραγματικά συνέβη σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι να σπάσει ο κώδικας της σιωπής, να φωτιστεί το σκοτάδι του τρόμου και να βγουν μπροστά άνθρωποι, στην πλειοψηφία γυναίκες, καταγγέλλοντας αδικήματα σεξουαλικής ή άλλης μορφής κακοποίησης.
Σήμερα καταρρέει άλλο ένα ταμπού που ήθελε τα θύματα τέτοιας μορφής εγκλημάτων, να καταδικάζονται δια βίου σε μία επιπλέον κακοποίηση. Διότι, μέχρι πρόσφατα, όποιο πρόσωπο είχε υποστεί βία, ιδιαίτερα σεξουαλική, βρισκόταν από το επόμενο λεπτό σε ένα επιπλέον αβάστακτο δίλημμα: είτε θα στιγματιζόταν κοινωνικά με τον χειρότερο τρόπο καταγγέλλοντάς το, είτε θα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του με το αίσθημα της αδικίας, ακόμη και της αυτοενοχής.
Γι’ αυτό είναι που προτεραιότητα σήμερα είναι η προστασία του ατόμου που καταγγέλλει. Χρειάζεται θάρρος για να προβεί σε μια τέτοια πράξη. Και έχουμε πλέον τις δομές και τους ανθρώπους στον τόπο μας, που μπορούν να διαχειριστούν τέτοιες υποθέσεις. Με αποφασιστικότητα αλλά και ψυχραιμία. Διότι απαιτούνται και τα δύο.
Η Κύπρος είναι μόλις 20η, ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ στον Δείκτη Ισότητας των Φύλων, παρά το ότι έχει ανέβει 6 ολόκληρες θέσεις τα τελευταία δέκα χρόνια. Αν δεν μιλήσουμε ειλικρινά, δεν θα επιτύχουμε ποτέ την πλήρη ισότητα.
Από την άλλη, οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων γέννησαν δύο μεγάλες φοβίες. Είναι η αντικειμενική δυσκολία απόδειξης τέτοιων υποθέσεων στο δικαστήριο, αλλά και ο κίνδυνος «αντιστροφής» του τεκμηρίου της αθωότητας. Πράγματι, ο κατηγορούμενος σε τέτοιες υποθέσεις, θεωρείται σήμερα εξ’ υπαρχής ένοχος, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ειδικά στην κοινή γνώμη. Πολλοί φοβούνται ότι θα οδηγηθούμε σε μία κατάσταση όπου αθώοι θα καταδικάζονται απλά και μόνο επειδή εκδικητικά έχουν καταγγελθεί.
Είναι δύσκολη η επισήμανση αυτών των προκλήσεων, διότι σήμερα εκλαμβάνεται ως προσπάθεια συγκάλυψης εγκλημάτων. Είναι κοντόφθαλμη αυτή η προσέγγιση. Το ζητούμενο δεν περιορίζεται στην καταδίκη των ενόχων. Ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία θα είναι εάν η ανάδειξη του υπαρκτού προβλήματος της βίας και της κακοποίησης, οδηγήσει σε μια κοινωνία σεβασμού αλλά και αυτοσεβασμού. Στη σύγχρονη κοινωνία που θέλουμε. Όπως και σε ένα σύστημα διερεύνησης και απονομής δικαιοσύνης, που θα προστατεύει εξίσου των καταγγέλλοντα και τον καταγγελλόμενο, μέχρι να βγάλει άκρη.
Η πολιτική πρέπει να μείνει εντελώς εκτός από την διερεύνηση αυτών των υποθέσεων. Διότι όποιος επιδιώκει πολιτικούς πόντους, το μόνο που πετυχαίνει είναι να αποθαρρύνει τα θύματα από το να βγουν μπροστά. Το κοινωνικό διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο, για να θυσιαστεί στον βωμό της όποιας μικροπολιτικής συζήτησης
Στις 8 Μαρτίου είναι η μέρα της γυναίκας. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχουν γίνει άλματα στον δρόμο για την ισότητα και την ισότιμη αντιμετώπιση ανδρών και γυναικών. Την ίδια ώρα όμως είμαστε πολύ πίσω από τον στόχο. Η Κύπρος είναι μόλις 20η, ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ στον Δείκτη Ισότητας των Φύλων, παρά το ότι έχει ανέβει 6 ολόκληρες θέσεις τα τελευταία δέκα χρόνια. Αν δεν μιλήσουμε ειλικρινά, δεν θα επιτύχουμε ποτέ την πλήρη ισότητα.
Η ειλικρίνεια επιβάλλει, για παράδειγμα, να παραδεχθούμε ότι στην Κύπρο πέφτει ξύλοκαι μάλιστα πολύ. Ιδιαίτερα στα σπίτια και ειδικά εναντίον των γυναικών. Με το θύμα πολλές φορές να αισθάνεται ότι εάν καταγγείλει τη βία θα διαλύσει την οικογένειά του. Εκεί πρέπει να δώσουμε λύσεις. Προσφέροντας και εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης σε ειδικά θεσμοθετημένα προγράμματα, ιδιαίτερα στο πρώτο στάδιο μιας τέτοιας συμπεριφοράς.
Στην Κύπρο, η γυναίκα εξακολουθεί να καλείται να διαλέξει ανάμεσα στην καριέρα ή την οικογένεια της. Χρειαζόμαστε επιτέλους τις δομές που θα διευκολύνουν ένα ζευγάρι να δουλεύει όπως φιλοδοξεί, την ώρα που τα παιδιά τους θα μεγαλώνουν με την σωστή φροντίδα και σε σύστημα παιδείας που δεν θα τους επιβάλλει να μετατρέπονται σε «ταξιτζήδες» για τα ιδιαίτερα των παιδιών τους τα απογεύματα.
Στους χώρους εργασίας, ιδιαίτερα εκεί όπου οι σχέσεις εξουσίας είναι έντονες και η επαγγελματική ανασφάλεια ακόμα πιο τεταμένη, όπως στον αθλητισμό και τον πολιτισμό, η προστασία των επαγγελματικά ή φυλετικά αδύναμων ατόμων, όχι μόνο πρέπει να αποκτήσει δεοντολογικούς κανόνες, αλλά πρέπει να γίνει συνείδηση.
Διότι, στο τέλος της ημέρας, είναι οι συνειδήσεις και οι πρακτικές όλων μας, που πρέπει πρώτα να αλλάξουν. Όταν η δική μας ανοχή δεν επιτρέπει μια κοινωνία διακρίσεων ή αποκλεισμών, τότες αυτές δεν θα είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση.