* Άρθρο στην “Καθημερινή της Κυριακής”
Στις διαμαρτυρίες πολλών τους προηγούμενους μήνες γιατί να μετακυλύετε η ημερομηνία της πενταμερούς, η δική μου επίμονη απάντηση ήταν ότι πρώτοι εμείς θα έπρεπε να επιδιώκουμε η διάσκεψη να γίνει μετά που θα προλάβει η νέα Αμερικανική κυβέρνηση να διαμορφώσει την δική της εξωτερική πολιτική. Όχι μόνο επειδή το ειδικό βάρος των ΗΠΑ είναι κρίσιμο, αλλά και διότι η Ευρώπη εναπόθεσε στην κυβέρνηση Μπάιντεν τη διαχείριση του θέματος Τουρκία.
Οι ξεκάθαρες τοποθετήσεις του Αμερικανού Υπεξ Μπίλκεν σε όλα τα ζητήματα που αφορούν την Τουρκία, η πρόθεση ενεργού εμπλοκής, καθώς και η απόρριψη των δύο κρατών στην Κύπρο, σε συνδυασμό μάλιστα με το αντίστοιχο ξεκαθάρισμα του Βρετανού πρωθυπουργού και των Ευρωπαίων, έχουν ήδη δικαιώσει τη θέση αυτή.
Η μεγαλύτερη ίσως παθογένεια στην διαχείριση του Κυπριακού από το 1960 είναι η αδυναμία μας να παραδεχθούμε και να αντιμετωπίσουμε δύο μεγάλες πραγματικότητες: Η πρώτη, ότι, από μόνοι μας, δεν έχουμε καμία τύχη να διαπραγματευθούμε με την Τουρκία. Είμαστε πολύ μικροί και δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να δώσουμε τα ανταλλάγματα που θα την ικανοποιούσαν για να συμβιβαστεί. Η δεύτερη, ότι το Κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί, εάν η λύση του δεν είναι μέρος μιας ευνοϊκής διεθνούς ανάγκης και συμφωνίας που θα ξεπερνά τα όρια της Κύπρου.
Τέτοιες συνθήκες είχαν δημιουργηθεί δύο φορές. Η πρώτη, το 1978, όταν λόγω του ψυχρού πολέμου και της εμπλοκής στο ΝΑΤΟ, η ανάγκη να αρθεί το εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία ήταν τεράστια. Η δεύτερη, το 2004, με την δική μας ένταξη και την ευρωπαϊκή προοπτική που η Τουρκία επιζητούσε. Χάθηκαν οι ευκαιρίες αυτές. Αντίθετα, στο Κρανς Μοντανά η συγκυρία ήταν απαράδεκτη. Το επίπεδο σχέσεων ΗΠΑ και ΕΕ με την Τουρκία ήταν τόσο ψυχρό, που δίσταζαν ακόμη και να σηκώσουν το τηλέφωνο για να μιλήσουν με την Άγκυρα.
Κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι το Κυπριακό μπορεί μόνο να λυθεί στο πλαίσιο μιας ευνοϊκής διεθνούς ανάγκης, όπως και ότι, από μόνοι μας, είμαστε πολύ μικροί για να αντιμετωπίσουμε διαπραγματευτικά την Τουρκία.
Σήμερα οι σχέσεις δύσης – Τουρκίας οριοθετούνται στο κορυφαίο επίπεδο του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ από τη μία και Ρωσίας και Κίνας από την άλλη. Η Τουρκία πολύ θα ήθελε η προσέγγιση της με την ανατολή να μην εκλαμβάνεται ως ανταγωνιστική προς τη ΝΑΤΟϊκή της ιδιότητα, αλλά οι Αμερικανοί απαιτούν να επιλέξει ξεκάθαρα πλευρά.
Έξι τεράστια ζητήματα δημιουργούν σήμερα όλη αυτή την ένταση: Το πρώτο, είναι οι S400. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει κυρώσεις και έχουν αποκλείσει την Τουρκία από τα F35. Η Τουρκία επιδιώκει μια λύση αντίστοιχη με εκείνη που δόθηκε στους δικούς μας S300 (να τους περιθωριοποιήσει κάπου), αλλά οι ΝΑΤΟϊκοί δεν κάνουν πίσω.
Το δεύτερο, είναι η Νοτιοανατολική Μεσόγειος. Τα πολλαπλά ζητήματα με Ελλάδα, Αίγυπτο, Λίβανο, Ισραήλ και – ασφαλώς – εμάς. Η Τουρκία έχει σήμερα μηδέν φίλους ανάμεσα στους γείτονες της, ενώ οι αλλαγές στην περιοχή είναι τεκτονικές. Πολλοί «καλοβλέπουν» ένα μορατόριουμ γεωτρήσεων στις «αμφισβητούμενες» περιοχές και επακόλουθη προσέγγιση μεταξύ East Med Gas Forum και Τουρκίας. Αυτή όμως θα ήταν αντιπαραγωγική και απαράδεκτη λύση, δεδομένου κιόλας ότι ο χρόνος εκμετάλλευσης του αερίου τελειώνει.
Υπάρχουν τα ζητήματα της Συρίας και των Κούρδων, της Λιβύης και η δικαστική διαδικασία στις ΗΠΑ με την κρατική Halkbank που παραβίασε τις αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν. Όπως και η επιμονή του προέδρου Μπάιντεν να εγείρει ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας στην Τουρκία, κάτι που επιμελώς απέφευγε ο Ντόναλτ Τράμπ.
Τέλος, είναι τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Κυρίως το μεταναστευτικό και ο διάλογος που κορυφώνεται για την ανανέωση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, με δισεκατομμύρια να παίζονται σε απόλυτη διασύνδεση με τα υπόλοιπα ζητήματα. Τα τουρκικά αιτήματα για ανανέωση της τελωνειακής της ένωσης και κατάργηση της βίζας. Τα προβλήματα που το Κυπριακό δημιουργεί στις διεργασίες ανάμεσα σε ΕΕ-ΝΑΤΟ. Και – σημειώστε το – η ανανέωση του τουρκικού ενδιαφέροντος για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, στην οποία θα έχει– υπό προϋποθέσεις – θερμό συμπαραστάτη τις ΗΠΑ. Εξέλιξη που φαντάζει απαραίτητη και για την ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: Υπάρχει η διεθνής συγκυρία που ευνοεί την επίλυση του Κυπριακού; Κατά την γνώμη μου ναι, υπάρχει. Εξηγώ πιο πάνω τα γιατί. Το θέμα είναι να εκμεταλλευθούμε τη συγκυρία αυτή. Κατανοώντας πρώτα τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πρωτίστως όμως, πετυχαίνοντας να τεθεί η λύση στην Κύπρο ως μια μεγάλη προτεραιότητα και ευκαιρία, που μπορεί ρηξικέλευθα να σπάσει το αδιέξοδο σε σειρά από τα δυσεπίλυτα και βασανιστικά θέματα που έχουν να κάνουν με την Τουρκία.
Όλα τα ζητήματα που αφορούν την Τουρκία έχουν δημιουργηθεί από την Τουρκία και θα τα εκμεταλλευτουν οι Τούρκοι για να κερδίσουν όχι να χάσουν. Φαινομενικά σκληραίνει η γλώσσα των διπλωμάτων αλλά ξέρουν ότι στο τραπέζι θα είναι όλο γλυκές για να μην σπρώξουν τον Ερτογαν στα άκρα.