* Άρθρο στην “Καθημερινή της Κυριακής”
Σε όλο τον κόσμο, υπάρχει μια έντονη συζήτηση μεταξύ όσων ασχολούνται με την ενέργεια: «Είναι το φυσικό αέριο το σκαλοπάτι που θα μας οδηγήσει στην πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ή έχει γίνει το εμπόδιο που δεν επιτρέπει να φτάσουμε μια ώρα νωρίτερα στην πλήρη ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και των ανανεώσιμων πηγών;»
Ο τέως Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα είχε καθιερώσει τον όρο «γεφυρωτικό καύσιμο», αναφερόμενος στο φυσικό αέριο ως το μέσο για να μειωθεί, σε πρώτη φάση, το αποτύπωμα του άνθρακα στην υφήλιο και να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή. Ο Ομπάμα είχε κατά νου το Σχέδιο Πίκκενς για τη μετάβαση σε μια φιλική στο περιβάλλον ενέργεια, στο οποίο ο μακαρίτης μεγιστάνας της ενέργειας T. Boone Pickens, σημείωνε ότι: «Το φυσικό αέριο δεν είναι μόνιμη λύση για να τελειώσει ο εθισμός μας στο πετρέλαιο».
Από την άλλη, περιβαλλοντιστές θεωρούν ότι το φυσικό αέριο, αυτό που στην πράξη πετυχαίνει είναι να καθυστερεί την πλήρη διάδοση της ηλιακής, της αιολικής, της υδροηλεκτρικής και της ενέργειας από βιομάζα. Σε όποια πλευρά όμως της συζήτησης και αν τοποθετείται κάποιος, υπάρχει ένας σαφής κοινός τόπος. Οι υδρογονάνθρακες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, μετρούν τις τελευταίες τους – λίγες – δεκαετίες ως πηγή ενέργειας. Οι πιο συντηρητικοί μιλούν για 25-30 χρόνια και οι πιο αισιόδοξοι για 10-15.
Αυτή η ανάλυση μας αφορά, διότι, εάν ο χρόνος που υπάρχει για αξιοποίηση του φυσικού αερίου είναι 20 χρόνια, αυτό σημαίνει ότι σε λιγότερο από μια δεκαετία δεν θα έχει κανένα νόημα η όποια σκέψη για αξιοποίηση των φυσικών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου και κατ’ επέκταση της Κύπρου. Εάν δηλαδή περάσει ακόμη λίγος χρόνος, όλη αυτή η διελκυστίνδα για το ποιος και πόσο ρόλο θα έχει στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων, θα καταστεί μια εντελώς άχρηστη και άνευ ουσίας ιστορία χαμένων ευκαιριών για όλες τις χώρες της περιοχής.
Σε λίγο καιρό, η διελκυστίνδα του ποιος και πόσο ρόλο θα έχει στους φυσικούς πόρους , θα γίνει μια εντελώς άχρηστη, άνευ ουσίας, ιστορία.
Με μεγάλη ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών, κυριαρχεί μια πολύ εσφαλμένη άποψη για το τι είναι υφαλοκρηπίδα και τι ΑΟΖ. Δεν είναι κάτι αντίστοιχο με το έδαφος μιας χώρας, τα χωρικά της ύδατα, ή ο εθνικός εναέριος χώρος. Η ΑΟΖ είναι διεθνή ύδατα, δεν ανήκουν σε κανέναν. Αυτό το οποίο ανήκει στην κάθε χώρα που έχει ΑΟΖ, είναι τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.
Η ΑΟΖ καθορίζεται, με δύο τρόπους: Είτε μετά από συμφωνία των παράκτιων χωρών, είτε μετά από συναπόφασή να προσφύγουν από κοινού σε κάποια από τις διαδικασίες συνδιαλλαγής ή δικαιοδοτικής κρίσης που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις προαπαιτούμενο είναι ο διάλογος μεταξύ των μερών.
Χωρίς συμφωνία ή χωρίς απόφαση δικαιοδοτική, δεν έχεις οριοθέτηση, άρα δεν μπορείς να έχεις αξιοποίηση των κυριαρχικών σου δικαιωμάτων επί της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και ο χρόνος (που δεν υπάρχει) περνάει.
Η Κύπρος, δυστυχώς, ενώ δεν έχει την ευθύνη, αδυνατεί να μπει σε διάλογο με την Τουρκία, διότι η Τουρκία δεν την αναγνωρίζει. Η Ελλάδα, που θα έπρεπε να έχει την πρωτοβουλία για αυτό το διάλογο, φαίνεται τελικά να μπαίνει σε αυτόν διστακτικά, μετά από τις πρόσφατες απαράδεκτες και παράνομες ενέργειες της Τουρκίας με το Τουρκο-Λιβυηκό μνημόνιο και την Navtex νότια του Καστελλορίζου καθώς και την παρέμβαση της Γερμανίας. Θα πρέπει βέβαια να καταγραφεί ότι η Ελλάδα, μετά τον Έβρο, πέτυχε να αποτρέψει την Τουρκική παρέμβαση και στη Μεσόγειο.
Προβλήματα δεν έχουμε μόνο εμείς με την Τουρκία. Προβλήματα έχει και η Λιβύη, η Αίγυπτος, το Ισραήλ με τον Λίβανο και πιθανότατα η Συρία με την Τουρκία.
Γι’ αυτό είναι που προσωπικά επιμένω στην εισήγησή να επιχειρήσουμε να πείσουμε για να απευθυνθούμε όλες οι χώρες τις περιοχής μαζί, προτείνοντας τη διεθνή διαιτησία ή το διεθνές δικαστήριο για τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ της κάθε χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτό τον τρόπο ξεπερνιέται το θέμα της αναγνώρισης της Κύπρου από την Τουρκία, από την ώρα που η Τουρκία αναγνωρίζει όλους τους υπόλοιπους. Ξεπερνιούνται τα προβλήματα που έχουν όλες ανεξαίρετα οι κυβερνήσεις της περιοχής, από την ώρα που καμία δεν θα μπορεί να σταθεί όρθια απέναντι στην κοινή της γνώμη εάν προβεί στην όποια υποχώρηση.
Και αυτός ο τρόπος, θα είναι ίσως η καλύτερη αξιοποίηση του πολύτιμου δικτύου πολιτικών συμμαχιών που έχουμε κτίσει στην περιοχή. Εάν δε η Τουρκία δεν ανταποκριθεί, τότε το πρόβλημα θα είναι καθαρά δικό της και τα επιχειρήματά της, που βρίσκουν κάποια απήχηση διεθνώς, θα έχουν εντελώς ακυρωθεί.