* Άρθρο στον “Φιλελεύθερο της Κυριακής”
«Που το πάει η Τουρκία;», ανοίγοντας τόσα παράλληλα μέτωπα την ίδια χρονική στιγμή. «Ποιος έχει τη θέληση ή και τη δυνατότητα να βάλει φρένο στην επεκτατική και πειρατική της πρακτική;» Οι απαντήσεις στα δύο αυτά εύλογα ερωτήματα, πιο έντονα σε Ελλάδα και Κύπρο, προϋποθέτουν την ανάλυση και κατανόηση του περιβάλλοντος διεθνώς.
Αυτό που κάνει η Τουρκία σήμερα, είναι σχετικά απλό και βασίζεται σε δύο μεγάλες πραγματικότητες. Η μία, είναι το χαώδες κενό ηγεσίας που υπάρχει σήμερα στο παγκόσμιο, σε συνδυασμό με τον ταυτόχρονο μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαταλείπουν αυτοβούλως τον ρόλο της υπερδύναμης. Βρίσκονται στην κορύφωση μιας προεκλογικής εκστρατείας που όχι μόνο θα εκλέξει τον επόμενο πρόεδρο, αλλά και θα καθορίσει το διεθνές αποτύπωμα της χώρας. Η Κίνα, αναδεύεται ως το αντίπαλο δέος, επιχειρώντας να ελέγξει τα συστήματα υποδομών όλου του κόσμου, χωρίς όμως να επιθυμεί εμπλοκή στρατιωτική. Η Ρωσία, με τρόπο «αντάρτικο» επιχειρεί να διεκδικήσει ρόλο, βασιζόμενη στις αμυντικές ικανότητες και εμπειρίες της από την ώρα που δεν διαθέτει καλή οικονομία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ έχει επιτελέσει στο έπακρο τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε κρατώντας την ειρήνη στη γηραιά ήπειρο, μέσα από την οικονομική και κοινωνική συνεργασία, σήμερα αυτός ο ρόλος δεν επαρκεί. Από την ώρα που το ΝΑΤΟ, που εξασφάλιζε την άμυνα της, φυλλοροεί, η Ευρώπη καλείται να «περπατήσει» από μόνη της, χωρίς την εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρει, ιδιαίτερα μετά που ξεκαθάρισε τα οικονομικά της, αλλά θα χρειαστεί χρόνος, την πολυτέλεια του οποίου εμείς δεν έχουμε σήμερα.
Μαζί με τη θωράκιση των θέσεων μας, έχουμε υποχρέωση να προσφέρουμε και τις διεξόδους που θα επιλύουν τα προβλήματα. Μόνο έτσι θα είμαστε αξιόπιστοι και θα κερδίσουμε την ευρωπαϊκή και διεθνή συμπαράσταση και αποδοχή.
Η Τουρκία λοιπόν προσπαθεί να εκμεταλλευθεί αυτό το κενό ηγεσίας, είτε ισχυροποιώντας τη θέση της όπου μπορεί, είτε «γκριζάροντας» περιοχές και καταστάσεις, προτού έρθει η ώρα να καθίσει σε ένα μεγάλο τραπέζι διαλόγου και να διεκδικήσει τον περιφερειακό ρόλο που οραματίζεται. Αυτό είναι που κάνει στη Συρία και με τους Κούρδους, στη Λιβύη, στην Αρμενία με το Αζερμπαϊζάν, και, ασφαλώς, στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Η δεύτερη μεγάλη πραγματικότητα, είναι τα τεράστια προβλήματα της ίδιας της Τουρκίας. Ο Ταγίπ Ερτογάν κάνει το παν για να μην αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ. Γνωρίζοντας ότι η δύση τον έχει ξανά ανάγκη, κυρίως λόγω Ρωσίας, εκβιάζει να του παρασχεθούν χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις. Ήδη τις έχει εξασφαλίσει από το Κατάρ, ενώ έφαγε «πόρτα» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία – μέσω της Ελλάδας στον Έβρο – ακύρωσε την απειλή των μεταναστών. Επικεντρώνεται πλέον στις ΗΠΑ, όπου θα πρέπει να ξεπεράσει τον σκόπελο των S400 και την αντίθετη οικονομική φιλοσοφία του Προέδρου Τράμπ.
Πέραν της οικονομίας, η εσωτερική κατάσταση για τον Τούρκο πρόεδρο είναι η χειρότερη που έχει αντιμετωπίσει. Έχει χάσει τους μεγάλους δήμους και σημειώνει μεγάλη μείωση στις δημοσκοπήσεις. Γι’ αυτό και τον βλέπουμε να προχωρεί σε απονενοημένες πράξεις, όπως στην Αγία Σοφία, αδιαφορώντας όμως πλήρως για τις διεθνείς αντιδράσεις.
Πολλοί λένε ότι η Τουρκία αυτό που διακηρύσσει το κάνει πράξη. Προσωπικά θεωρώ το αξίωμα μισή αλήθεια, διότι συμμερίζομαι την άποψη ότι ο Ερτογάν δεν θέλει να τραβήξει πρώτος σοβαρή σκανδάλη. Αυτό που κάνει η Τουρκία, είναι να «δοκιμάζει τα νερά» πριν από μία αμφισβητούμενη ενέργεια. Θα φανεί σύντομα αυτό, από το πως θα προχωρήσει με την Ελλάδα, από την ώρα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντέδρασε έντονα από την αρχή, αλλά και στη Λιβύη, όπου η Αίγυπτος έχει πάρει αποφάσεις στρατιωτικής εμπλοκής για να αποτρέψει την κατάληψη της Σύρτης.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις υπάρχει σοβαρή διεθνής κινητοποίηση αποτροπής. Κάτι που πρέπει να είναι το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις, εφόσον η εμπλοκή και πιθανά «θερμά επεισόδια», μόνο ζημιά θα προκαλέσουν σε όλους.
Αξιοσημείωτο, ακόμη, είναι ότι από την ώρα που οι ΗΠΑ και οι Βρετανοί «απουσιάζουν», η Κίνα με τη Ρωσία ουσιαστικά είναι ουδέτεροι και η Γαλλία ευτυχώς επιχειρεί με αξιώσεις να ξαναβρεί τον γεωπολιτικό ρόλο που έχασε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κυριότερος παράγοντας σήμερα που μπορεί έμπρακτα να παρέμβει για αποτροπή καταστάσεων είναι η Άγκελα Μέρκελ, η οποία ταυτόχρονα προεδρεύει της ΕΕ αυτό το εξάμηνο.
Οι κυρώσεις δεν μπορεί να είναι στόχος αλλά μέσο αποτροπής. Επιβάλλεται άμεσα να συγκεκριμενοποιηθούν καθώς και να οριοθετηθεί το πως και πότε ενεργοποιούνται.
Πολλοί σε Κύπρο και Ελλάδα έχουν επικεντρωθεί στο θέμα των Ευρωπαϊκών κυρώσεων προς την Τουρκία, ως το αποκλειστικό μέσο ανάσχεσης. Αυτή όμως – από μόνη της – είναι κοντόφθαλμη πολιτική. Από τη μία, δεν προσφέρει καμία λύση και, από την άλλη, δεν αναγνωρίζει τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που έχουν στην Τουρκία πολλές Ευρωπαϊκές χώρες.
Οι κυρώσεις ασφαλώς πρέπει να είναι μέσο αποτροπής. Επιβάλλεται άμεσα να συγκεκριμενοποιηθούν καθώς και να οριοθετηθεί το πότε και πως ενεργοποιούνται. Τι θα γίνει εάν η Τουρκία, για παράδειγμα, προχωρήσει στην Αμμόχωστο, στην Ελληνική ΑΟΖ, ή στην συνέχιση της παραβίασης των ψηφισμάτων για τη Λιβύη; Πρέπει να υπάρχουν Ευρωπαϊκές απαντήσεις εκ των προτέρων και όχι να αναζητούνται εκ των υστέρων.
Μαζί όμως με την απειλή κυρώσεων, εμείς έχουμε υποχρέωση να προσφέρουμε και τις διεξόδους που θα επιλύουν τα προβλήματα. Μόνο έτσι θα είμαστε αξιόπιστοι και θα κερδίσουμε την Ευρωπαϊκή και διεθνή συμπαράσταση και αποδοχή. Εδώ, υστερούμε. Και χρειάζονται συγκεκριμένες προτάσεις.
Πρώτο, στο θέμα των υδρογονανθράκων. Θα πρέπει να ξέρουμε ότι το φυσικό αέριο είναι «καύσιμο γέφυρα». Δεν θα έχει αξία σε 15-20 χρόνια. Τα ζητήματα πρέπει να λυθούν το συντομότερο, για να μπορεί να γίνει η όποια σωστή εκμετάλλευση, αλλιώς δεν θα έχει νόημα για κανένα. Γι’ αυτό και επαναφέρω την εισήγησή να επιχειρήσουμε να πείσουμε για να απευθυνθούμε όλες οι χώρες τις περιοχής μαζί, προτείνοντας τη διεθνή διαιτησία ή το διεθνές δικαστήριο για τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ της κάθε χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτό τον τρόπο ξεπερνιέται το θέμα της αναγνώρισης της Κύπρου από την Τουρκία (από την ώρα που αναγνωρίζει όλους τους υπόλοιπους) και αντιμετωπίζονται προβλήματα που έχουν άλλες χώρες μεταξύ τους, όπως το Ισραήλ με το Λίβανο. Θα είναι η καλύτερη αξιοποίηση του πολύτιμου δικτύου πολιτικών συμμαχιών που έχουμε κτίσει.
Δεύτερο, στο θέμα των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας. Δεν μπορεί πλέον η Τουρκία να θεωρείται υπό ένταξη χώρα. Ούτε η ίδια θέλει τους Ευρωπαϊκούς κανόνες, ούτε οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι την θέλουν. Αυτό το «θέατρο» πρέπει να τελειώσει, όπως πρέπει να σβήσει το υποκριτικό επιχείρημα ότι για την μη πρόοδο της Τουρκίας φταίνε Κύπρος και Ελλάδα. Τον διάλογο ωστόσο Τουρκίας – ΕΕ θα πρέπει να τον επιζητούμε, νοουμένου ότι αυτός διεξάγεται σε συγκεκριμένο και προκαθορισμένο πλαίσιο. Το να συνομιλούμε με την Τουρκία έχοντας τη δύναμη της Ευρώπης από πίσω, ήταν από τους βασικούς λόγους που Ελλάδα και Κύπρος επεδίωξαν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Τρίτο, θα πρέπει να πείσουμε για τις προθέσεις μας σε ότι αφορά τον διαμοιρασμό των εσόδων από τους φυσικούς πόρους. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έχει κάνει πολύ σοβαρές προτάσεις γι’ αυτό και ήδη έχουν δημιουργηθεί δομές. Όμως, η πρόσκληση για συμμετοχή Τουρκοκυπρίων σε μια επιτροπή διαχείρισης, στο πρότυπο εκείνης που είχε απευθύνει ο αείμνηστος Γλαύκος Κληρίδης για τη συμμετοχή τους στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, θα αφαιρούσε από την άλλη πλευρά κάθε επιχείρημα.
Τέταρτο, είναι ανάγκη να πείθουμε διαρκώς ότι επιδιώκουμε γνήσια τη λύση του εθνικού μας προβλήματος. Της σημαντικότερης εξέλιξης που μπορεί να φέρει την ειρήνη, την ευημερία και τη συνεργασία. Με ένταση και αξιοπιστία, να ζητήσουμε την επανέναρξη των συνομιλιών στη βάση όσων συμφωνήθηκαν στο Βερολίνο πέρυσι, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στα κατεχόμενα. Ασφαλώς και θα πρέπει όλοι να αντιλαμβανόμαστε ότι με την Τουρκία, σε αυτή τη φάση, δεν μπορεί να έχει επιτυχία μια νέα διάσκεψη για την Κύπρο. Εντούτοις, οφείλουμε να είμαστε σε πλήρη ετοιμότητα να εκμεταλλευθούμε την κάθε αυριανή ευκαιρία, αντί να δείχνουμε «βολεμένοι» με τη στασιμότητα. Τα πράγματα δεν θα μείνουν για πολύ καιρό όπως είναι σήμερα, αυτό είναι σαφές. Όπως και σαφέστατο είναι ότι το στάτους κβο το οποίο βιώνουμε στην Κύπρο τα τελευταία 46 χρόνια δεν αντέχει άλλο στο χρόνο.
Θέλησα, πιο πάνω, να παραθέσω μια ευρεία ανάλυση του τι συμβαίνει και να καταθέσω το δικό μου σκεπτικό για το πως μπορούμε να είμαστε ταυτόχρονα αποτρεπτικοί αλλά και εποικοδομητικοί. Είναι ο μόνος τρόπος, πιστεύω, για να ξεπεράσουμε αυτή την ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, αλλά και να βγούμε με αισιοδοξία κερδισμένοι, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Η Τουρκία δεν είναι ούτε άτρωτη, ούτε αήττητη. Κερδίζει, μόνο, όταν εμείς χάνουμε τον προσανατολισμό μας.