Πολλοί πιστεύουν ότι με την υπογραφή για τη μελέτη του EastMed βάλαμε την Τουρκία στα καλάθια και άλλοι τόσοι ότι την προκαλούμε και την αποθρασύνουμε, ενταφιάζοντας παράλληλα το Κυπριακό. Ούτε το ένα συμβαίνει ούτε και το άλλο.
Η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα της περιοχής και όλες οι γείτονες χώρες επιζητούν την ειρήνη και τη συνεργασία μαζί της. Το ίδιο και η Κύπρος, με την προϋπόθεση ασφαλώς, της λύσης του Κυπριακού. Αυτό που κάνει όμως όλους μας ανεξαιρέτως (συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης) να μελετούμε και άλλες λύσεις, ακριβότερες και τεχνικά δυσκολότερες (όπως ο Eastmed) που δεν θα συμπεριλαμβάνουν την Τουρκία, είναι η ίδια η συμπεριφορά της.
Είτε στο μεταναστευτικό με τις συνεχείς απειλές, είτε στα θέματα των θαλασσίων ζωνών και υφαλοκρηπίδων, είτε ακόμη και σε εσωτερικά ζητήματα πολλών χωρών, η Τουρκία επιστρατεύει την πρόκληση, την καταπάτηση, τις εχθρικές ενέργειες. Αυτή η σπουδή της όμως, δεν γίνεται ανεκτή και δεν πρέπει να γίνεται ανεκτή, ακριβώς επειδή δεν δημιουργεί το αναγκαίο αίσθημα εμπιστοσύνης για τη συνεργασία μαζί της από κανέναν.
Το πως θα μεταφερθούν τελικά οι ενεργειακοί πόροι στην Ευρώπη δεν θα το αποφασίσει καμία από τις χώρες παραγωγούς. Θα το αποφασίσουν αυτοί που θα πληρώσουν την επένδυση βασισμένοι στο κατά πόσο θα μπορέσουν να την αποσβέσουν και να βγάλουν κέρδος και – κυρίως – αυτοί που θα το παραλαμβάνουν και θα το πληρώνουν. Εάν λοιπόν οι χώρες – οιωνοί καταναλωτές – προτιμούν να επωμίζονται επιπλέον κόστος για να γλυτώσουν την αβεβαιότητα που τους προκαλεί η Τουρκία, τότε έργα όπως ο Eastmed έχουν μέλλον. Εάν όχι, τότε θα επιβάλουν φθηνότερες λύσεις. Αυτό που πολλοί στην Κύπρο και την Ελλάδα πιστεύουν, ότι δηλαδή μόνοι μας εμείς θα υποδείξουμε στη Γερμανία, για παράδειγμα, πως και σε ποια τιμή θα αγοράζει φυσικό αέριο, είναι άνω ποταμών και περίπατος στα σύννεφα.
Ούτε με το καλόπιασμα και το “σφάξε με Αγά μου να αγιάσω” θα βρούμε τη λύση των προβλημάτων, ούτε και γονατίσαμε και “τρέψαμε την Τουρκία σε άτακτη φυγή” με τον Eastmed.
Και θα πρέπει να έχουμε ακόμη υπόψη ότι η Τουρκία δεν είναι μόνο μια χώρα μεγάλη στην περιοχή, που επιχειρεί δια της απειλής και της επιβολής να εξασφαλίσει τον ρόλο που διεκδικεί. Είναι ταυτόχρονα, μαζί με την Αίγυπτο, η μία εκ των δυο μεγαλύτερων μελλοντικών καταναλωτών φυσικού αερίου στην ίδια την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Δεν είναι μόνο η διαμετακόμιση. Και η ίδια το χρειάζεται για τις δικές της ανάγκες, όπως και οι χώρες παραγωγοί θέλουν να μπορούν να της πωλούν.
Οι μελλοντικοί παραλήπτες του φυσικού αερίου λοιπόν, έχουν (εξαιτίας ακριβώς της Τουρκικής συμπεριφοράς) οδηγηθεί στο να στηρίξουν και να χρηματοδοτήσουν όλες τις αναγκαίες μελέτες για τον Eastmed, προκειμένου να έχουν μπροστά τους και αυτή την επιλογή όταν έρθει η ώρα να διαλέξουν. Και άνοιξαν με αυτό τον τρόπο τον δρόμο σε Ισραήλ, Ελλάδα και Κύπρο να προχωρήσουν στη σχετική υπογραφή, ιδιαίτερα μετά που η Τουρκία φρόντισε να ξεχειλίσει το ποτήρι στη Λιβύη.
Η υπογραφή στην Αθήνα οδηγεί σε δύο εξελίξεις: Πρώτο, την πραγματοποίηση της αναγκαίας πολυδάπανης μελέτης, ούτως ώστε εάν αυτή λύση επιλεγεί, να είναι ο αγωγός έτοιμος να κατασκευαστεί. Δεύτερο, το να δοθεί το πράσινο φως σε επενδυτές για να ξεκινήσουν τις διεργασίες να βρουν πιθανούς αγοραστές στις προβλεπόμενες τιμές. Προίκα σε αυτή την προσπάθεια των υποψηφίων επενδυτών, είναι η συμφωνία ΔΕΠΑ – Energean για την προμήθεια στην Ελλάδα φυσικού αερίου που θα καλύπτει το 1/5 περίπου της χωρητικότητας του αγωγού, αλλά και η συμφωνία να αναληφθεί από τις τρεις χώρες η ασφάλεια του, εάν και εφόσον αυτός κατασκευαστεί.
Και όταν αυτά – πολύ σωστά – έγιναν και όταν οι χώρες μας αποφάσισαν να στείλουν από κοινού, μαζί και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το μήνυμα στην Τουρκία ότι οι μέθοδοι που μετέρχεται φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει, εμφανίστηκε η λογική του «σφάξε με Αγά μου να αγιάσω». Όλοι εκείνοι που διαμαρτύρονται ότι προκαλούμε με αυτό τον τρόπο την Τουρκία, απομακρύνοντας και άλλο τη λύση του Κυπριακού, ή ότι αυξάνουμε την επιθετικότητα της – ήδη σε πλήρη αποθράσυνση – Τουρκίας απέναντι σε Κύπρο και Ελλάδα. Κάποιοι μάλιστα μίλησαν για επικοινωνιακές φιέστες, λες και όλοι αυτοί οι εμπλεκόμενοι, της ΕΕ συμπεριλαμβανομένης, δεν είχαν άλλη δουλειά να κάνουν.
Λυπάμαι, αλλά ποτέ η Τουρκία δεν θα συναινέσει σε λύση αποδεκτή του Κυπριακού προβλήματος ή των Ελληνοτουρκικών, εάν δεν αισθάνεται ότι κάτι τέτοιο θα τη συμφέρει. Και δεν πρόκειται ποτέ να έχει τέτοιο κίνητρο, εάν αισθάνεται ότι ήδη κερδίζει ότι επιδιώκει και εάν τροφοδοτεί την αλαζονεία της χωρίς να τα επιλύει. Γι’ αυτό είναι που χρειαζόμαστε μείγμα πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει από τη μία την αποφασιστικότητά μας να μην είμαστε αιχμάλωτοι των τουρκικών ορέξεων και από την άλλη την ίδια αποφασιστικότητα και θέληση να εργαστούμε αξιόπιστα για την ουσιαστική λύση των προβλημάτων. Καμία από τις αυτές θεωρήσεις δεν θα είναι επωφελείς από μόνη της.
Στο τέλος της ημέρας, ισχύει όντως, ότι όλα αυτά που συμβαίνουν στην περιοχή μας, αναδεικνύουν την ανάγκη να λυθεί το Κυπριακό πρόβλημα, να μειωθούν οι εντάσεις μεταξύ των χωρών και να βρεθεί ο βασισμένος στο δίκαιο της θάλασσας τρόπος καθορισμού υφαλοκρηπίδων και θαλασσίων ζωνών. Ακριβώς επειδή αυτό θα συμφέρει σε όλους και επειδή το επιβάλλει η διεθνής συγκυρία. Διότι δεν είμαι σίγουρος ποια από τις δύο πλάνες, ότι δηλαδή η Τουρκία επιθυμεί διακαώς τη λύση των προβλημάτων και εμείς όχι, ή ότι θα αναγκάσουμε την Τουρκία έντρομη να το βάλει στα πόδια και να υποκύψει, είναι η μεγαλύτερη.